Μπαίνεις σ' ένα τηλεφωνικό θάλαμο και βλέπεις κάπου σημειωμένο έναν αριθμό τηλεφώνου. Αποφασίζεις να τον καλέσεις. Γράψε την ιστορία.Ο κρύος αέρας τρυπάει το πρόσωπό μου. Πώς γίνεται να ξέχασα ανοιχτό το παράθυρο με αυτόν τον καιρό; Πονάει όλο το σώμα μου. Ανοίγω τα μάτια, αλλά δεν μπορώ να δω πολύ καθαρά. Όλα φαίνονται θολά, σαν να έχει πέσει μια κουρτίνα και να με έχει καλύψει ολόκληρο. Κάνω την κίνηση να σηκωθώ και αντιλαμβάνομαι πως είμαι ήδη καθιστός. Μα καλά, πού με πήρε ο ύπνος εχθές το βράδυ; Στηρίζομαι στα χέρια μου’ αγγίζω κάτι σαν μάρμαρο. Τι συμβαίνει; Το κεφάλι μου γυρίζει συνεχώς και σταδιακά αντιλάμβανομαι διάφορους θορύβους γύρω μου. Στην αρχή, ακούγονται σαν μακρυνοί βόμβοι. ‘Οσο επανέρχομαι στην πραγματικότητα, γίνονται και αυτοί πιο φυσιολογικοί.
Ακούω αυτοκίνητα από τα αριστερά μου και βιαστικά βήματα κάποιων. Σίγουρα είναι πρωί! Αλλά, πού βρίσκομαι; Μόλις αντιλαμβάνομαι ότι πρέπει να έχω περάσει όλη τη νύχτα στα σκαλοπάτια κάποιου κτιρίου, το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να κοιτάξω ενστικτωδώς τα χέρια μου. Συνηδητοποιώ ότι είναι γεμάτα πληγές και με πιάνει ταχυκαρδία! Τι μου συνέβη εχθές το βράδυ; Με απότομες κινήσεις, γυρνάω το κεφάλι μου πρώτα δεξιά και μετά αριστερά, μήπως μου έρθει κάποια εικόνα. Τίποτα... Μόνο περίεργα βλέμματα περαστικών. Δεν θυμάμαι... Πιέζω κι άλλο τον εαυτό μου... Σηκώνομαι και ο πόνος στο κεφάλι μου με χτυπάει συνεχόμενα, όλο και πιο δυνατά. Γυρίζω πίσω μου. Ένα διατηρητέο λευκό κτίριο, με μεγάλες κολώνες που στηρίζουν την είσοδό του. Πηγαίνω προς την πόρτα, αλλά είναι κλεστή. Μπροστά μου δεσπόζει μια πλατεία από μάρμαρο και διάσπαρτους θάμνους. Σίγουρα βρίσκομαι κοντά στην περιοχή του Συντάγματος, στην Αθήνα. Νομίζω δηλαδή...
«Συγνώμη, κύριε...»
Τα πόδια μου δεν με κρατάνε στα πρώτα βήματα και τρεκλίζω σαν μεθυσμένος. Ο άγνωστος περαστικός άνδρας επιταχύνει το περπάτημά του για να με αποφύγει. Τι ωραία... Μα για ποιόν λόγο βρίσκομαι εδώ; Σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ... Πάλι τίποτα. Προσπαθώ να προχωρήσω λίγο ακόμα, μήπως καταφέρω να αποκτήσω καλύτερο έλεγχο του εαυτού μου.
«Κυρία μου, με συγχωρείτε... Ναι, ναι, σε εσας μιλάω! Μήπως μπορείτε να με βοηθήσετε; Σας παρακαλώ... Όχι, όχι δεν είναι αυτό που νομίζετε, μην φεύγετε! Ονομάζομαι...»
Κολλάω.
«Ονομάζομαι...»
Πανικοβάλλομαι!
«Μισό λεπτό! Το όνομα μου είναι...»
Η μελαχρινή κυρία με το ταγέρ σφίγγει τον χαρτοφύλακα που κρατάει στην αγκαλιά της και με εγκαταλείπει σχεδόν τρομαγμένη. Πρέπει να ηρεμήσω. Ήπια πολύ εχθές, Σίγουρα αυτό είναι! Λοιπόν, με λένε... Θεέ μου! Δεν θυμάμαι ούτε το όνομά μου! Καθώς κάνω δεξιά, το βλέμμα μου πέφτει σε κάποιες δημόσιες τουαλέτες. Το βρήκα! Χρειάζομαι έναν καθρέφτη. Μόλις ρίξω λίγο νερό πάνω μου και αντικρίσω το πρόσωπό μου, θα έρθουν όλα στο μυαλό μου. Τρέχω προς τα εκεί όταν την ίδια στιγμή, ο κάθε περαστικός που τυχαίνει να βρεθεί στην ίδια πορεία με μένα, κάνει μία ασυναίσθητη παράκαμψη για να με αποφύγει. Μα καλά, τόσο χάλια φαίνομαι; Φτάνω στις τουαλέτες λαχανιασμένος και η βρώμα που αναδύουν, με κάνει να θέλω να κάνω εμετό. Παίρνω μια βαθειά αναπνοή και μπαίνω μέσα. Υπάρχει ένας ραγισμένος καθρέφτης και ένας μισοσπασμένος νιπτήρας στο βάθος. Για μια στιγμή, καθως πλησιάζω προς τα εκεί, ο χρόνος μου δίνει την αίσθηση πως επιβραδύνει’ τότε, καταλαβαίνω ότι δεν θυμάμαι απολύτως τίποτα για τον εαυτό μου, πριν από αυτό το πρωινό. Η συνειδητοποίηση της μη – ταυτότητας – αν υπήρξε ποτέ αυτός ο όρος- μου αφήνει ένα απερίγραπτο αίσθημα κενότητας.
Σκύβω το κεφάλι και το σηκώνω απότομα στον καθρέφτη, μάλλον ως μια μορφή αυτοθεραπείας. Κοιτάζω το είδωλο μου κάπως παραμορφωμένο μέσα από τα χιλιάδες μικρά ραγίσματα. Με πιάνει πανικός, γιατί από κάπου έχει τρέξει αίμα και έχει γεμίσει το κούτελο μου. Ψηλαφίζω το κεφάλι μου. Δεν πρέπει να είναι δικό μου... Δεν είναι δικό μου;
«Φιλαράκι, δεν ξέρω ποιός είσαι, αλλά φαίνεται πως έχεις μπλέξει άσχημα», λέω στο είδωλο μου... Και μάλλον, είναι η αλήθεια. Θα υπάρχει μια απάντηση για όλο αυτό που μου συμβαίνει, δεν μπορεί...
Καθώς βγαίνω από τις τουαλέτες, βάζω τα χέρια μου στις τσέπες του μαύρου χοντρού μπουφάν που φοράω, για να προστατευτώ από το τσουχτερό κρύο. Κάτι πιάνω’ ταυτότητα, σκέφτομαι με ανακούφιση, αλλά μόλις βγάζω το δεξί μου χερί βλέπω μία τηλεκάρτα. Μα καλά, το έτος 2011, είμαι από τους ανθρώπους που χρησιμοποιούν ακόμα κάτι τέτοιο για την επικοινωνία μου; Ασυναίσθητα, νιώθω μία ικανοποίηση που γνωρίζω την χρονολογία και το είδος του αντικειμένου που κρατάω. Κάτι είναι κι αυτό...
Ως εκ θαύματος, εμφανίζονται λίγο πιο πέρα, τρεις τηλεφωνικοί θάλαμοι. Είναι προφανές ότι θαύμα φαντάζει στα δικά μου μάτια, γιατί σίγουρα θα υπήρχαν εκεί από πριν. Καθώς πλησιάζω τους θαλάμους, μονολογώ, αφού προσπαθώ να αναλύσω την κατάσταση έως τώρα. Δεν βγάζω κανένα νόημα. Νιώθω σαν να στροβιλίζομαι σε κάποιο παράλληλο σύμπαν. Ολόκληρη η ύπαρξή μου παραπέει στο παρόν.
Τέλεια! Στον πρώτο θάλαμο, το καλώδιο του ακουστικού κρέμεται. Σε χειρότερη κατάσταση είναι το δεύτερο τηλέφωνο, του οποίου το ακουστικό απουσιάζει ολόκληρο. Φτάνω στον τελευταίο θάλαμο. «Είσαι η τελευταία μου ελπίδα», λέω στην τηλεφωνική συσκευή, μόλις συνειδητοποιώ ότι είναι απολύτως άρτια. Σηκώνω το ακουστικό και βάζω την τηλεκάρτα στην σχισμή. Η ψηφιακή οθόνη αναφέρει πως έχω 100 μονάδες. Ίσως να την κουβαλούσα για κατάστασεις εκτάκτου ανάγκης. Ετοιμάζομαι να πληκτρολογήσω τον αριθμό... Αλήθεια, ποιόν αριθμό; Μα, πώς δεν το σκέφτηκα από πριν ο ηλίθιος; Εδώ δεν θυμάμαι το όνομά μου, θα ξέρω όλα τα υπόλοιπα; Κοπανάω με μανία το τζάμι στα δεξιά μου. Ο κόσμος που περνάει, σίγουρα θα με έχει περάσει για τρελό πλέον. Στρέφομαι μπροστά στην συσκευή, με τα μάτια μου κλειστά. Τι άλλο μπορώ να κάνω; Απογοητευμένος, αφήνω το βλέμμα μου να περιπλανηθεί στο εσωτερικό του θαλάμου. Μουντζούρες, συνθήματα, ζωγραφισμένα λογότυπα που δεν βγάζουν κανένα νόημα, ένας αριθμός τηλεφώνου, κι άλλες μουντζούρες... Μισό λεπτό! Ένας αριθμός τηλεφώνου’ και μάλιστα, γραμμένος πεντακάθαρα! Αυτό είναι!
Τελικά, όντως αυτός ο θάλαμος είναι η τελευταία μου ευκαιρία. Καθώς πληκτρολογώ με τρεμάμενο χέρι τον συγκεκριμένο αριθμό, χίλιες σκέψεις περνάνε από το μυαλό μου σε δευτερόλεπτα: ανώμαλοι, πόρνες, ψυχασθενείς δολοφόνοι...
Καλεί... Ακούω να μου απαντάει μια βαθειά γυναικεία φωνή από την άλλη γραμμή.
- Παρακαλώ;
- Ναι; Ναι; Με ακούτε;
- Μάλιστα κύριε.
- Κοιτάξτε, με συγχωρείτε, αλλά βρίσκομαι σε μία πολύ δύσκολη κατάσταση και χρειάζομαι άμεσα την βοήθειά σας!
- Το όνομά σας; Δεν νομίζω ότι σας γνωρίζω...
- Όχι, όχι, δεν με γνωρίζετε. Ακούστε με όμως! Είμαι κάπου κοντά στο Σύνταγμα και σας παίρνω από έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Βρήκα τον αριθμό σας γραμμένο εδώ και...
- Κοίτα που έχω μπλέξει με τον γελοίο! Κάνετε κάθος κύριε! Λάθος! Ο πρώην μου έχει γράψει σχεδόν σε όλο το κέντρο της Αθήνας το νούμερό μου και με παίρνει ο κάθε ανώμαλος! Άντε αγόρι μου...
- Όχι, δεν καταλάβετε! Εγώ, δεν...
Μου το έκλεισε. Μάλλον η τελευταία μου ευκαιρία δεν είναι και τόσο ευοίωνη τελικά..Τι να κάνω τώρα; Πρέπει να την ξανακαλέσω. Αν επιμείνω, ίσως καταλάβει ότι έχω πραγματικά κάποιο πρόβλημα. Πιο αποφασισμένος αυτήν την φορά, σχηματίζω τον αριθμό της...
- Παρακαλώ;
Η φωνή της είναι πιο επίσημη τώρα. Αυστηρή και κοφτή.
- Ναι; Μην μου το ξανακλείσετε, σας ικευτεύω! Είμαι ο ίδιος που σας πήρε και πριν. Σας ζητάω μόνο να με ακούσετε. Βρίσκομαι κάπου κοντά στο Σύνταγμα, όπως σας είπα... Ναι; Είστε ακόμα εκεί; Με ακούτε;
- Μάλιστα.
- Ξύπνησα σήμερα το πρωί χωρίς να θυμάμαι τίποτα και...
Την ακούω που έχει ξεκαρδιστεί.
- Δεν καταλαβαίνω πού ακριβώς βρίσκετε το αστείο!
- Τελικά, έπιασε το κόλπο. Είχε απόλυτο δίκιο.
- Συγγνώμη, σε μένα μιλάτε;
- Ναι. Με συγχωρείς για το προηγούμενο τηλεφώνημα. Ήθελα να βεβαιωθώ ότι ήσουν εσύ.
- Εγώ; Ποιός εγώ; Μα... Θέλετε να μου πείτε ότι με γνωρίζετε;
- Φυσικά!
Έχω μείνει άναυδος. Τι αρρωστημένη φάρσα είναι όλο αυτό;
- Λοιπόν, επειδή δεν έχεις ιδέα, επέτρεψέ μου να σε βάλω λίγο στο κλίμα, αγαπητέ μου. Άλλωστε δεν έχεις και πολύ ώρα πλέον.
Νιώθω να έχω κοκκινίσει ολόκληρος από θυμό! Βράζω, αλλά προσπαθώ να παραμείνω ήρεμος. Το τελευταίο πράγμα που θα ηθελα αυτήν την στιγμή, είναι να αρχίσω να βρίζω τον μόνο άνθρωπο που γνωρίζει κάτι για μένα.
- Εκλαμβάνω την σιγή σου ως άδεια για να συνεχίσω. Όπως σου έλεγα και πριν, σαφέστατα και ξέρω ποιος είσαι. Ονομάζεσαι Αλέξανδρος Ιακώβου’ για τους φίλους και συναδέλφους, Αλέξης. Χαίρομαι που δεν καθυστέρησες ιδιαίτερα να εντοπίσεις την τηλεκάρτα που σου είχαμε τοποθετήσει στην δεξιά τσέπη του μπουφάν. Και πριν αναρωτηθείς, ναι, εμείς σου φορέσαμε αυτό το μπουφάν, πριν σε χτυπήσουμε στο κεφάλι και σε τοποθετήσουμε στην Ακαδημίας, η οποία όντως είναι κοντά στο Σύνταγμα. Επίσης, να σε πληροφορήσω πως στην εσωτερική αριστερή τσέπη σου υπάρχει ένα όπλο. Περιμένω αν θέλεις, για να δεις κι εσύ ο ίδιος ότι ισχύει αυτό που σου λέω.
Ανοίγω με μία βιαστική κίνηση το μπουφάν και χώνω το χέρι στην τσέπη. Λέει αλήθεια... Αγγίζω ένα μεταλλικό αντικείμενο και το βγάζω διακριτικά, για να το παρατηρήσω. Για μια στιγμή, το αναγνωρίζω, αλλά δεν μπορώ να συνδυάσω τις φευγαλέες σκέψεις μου. Πώς δεν κατάλαβα από πριν ότι κουβαλάω όπλο;
- Για να μην καθυστερούμε άλλο, από την σιωπή σου και πάλι, αντιλαμβάνομαι ότι το βρήκες και το έχεις κρατήσει ήδη. Πολύ καλά Αλέξανδρε! Αυτό ακριβώς ήταν και το ζητούμενο. Λυπάμαι, αλλά δεν μπορω να σου πω περισσότερες πληροφορίες για σένα. Θα θυμηθείς με τον καιρό, γιατί η αμνησία που έχεις τώρα είναι παροδική και δημιουργήθηκε εξαιτίας του χτυπήματος στο κεφάλι. Μην ανησυχείς, καθόλου τυχαίο! Απλώς, πριν κλείσω, να σε ενημερώσω πως από σήμερα το πρωί είσαι καταζητούμενος για την εν ψυχρώ δολοφονία του συνάδελφού σου Δημήτρη Παπανικολάου. Καλά ξεμπερδέματα, Αλέξανδρε! Τα λέμε σε μια άλλη ζωή...
Ξαφνικά, παντού έπεσε σιωπή. Έσβησαν οι σκέψεις μου και πήραν μαζί τους τα μαρσαρίσματα, τις κόρνες, τα βήματα των περαστικών... Τελικά, όντως πρέπει να βρίσκομαι σε παράλληλο σύμπαν.
Δεν ξέρω πόσες φορές προσπάθησα να ξανακαλέσω τον ίδιο αριθμό. Όμως, εισέπρατα συνέχεια την ίδια απάντηση: «Ο αριθμός που καλείτε, δεν υπάρχει.». Φυσικά, τον απενεργοποίησε με κάποιον τρόπο. Σαν να μην έχει υπάρξει ποτέ. Σαν να μην κάναμε ποτέ αυτήν την κουβέντα. Κυριολεκτικά, διέλυσα τον τηλεφωνικό θάλαμο, από την ακατάσχετη οργή που με κατέκλυσε. Δεν αναγνωρίζω τον ίδιο μου τον εαυτό κι όμως, είμαι καταζητούμενος. Με λένε Αλέξη Ιακώβου – αν υποθέσω ότι μου λέει αλήθεια- κι εκείνη με αποκάλεσε Αλέξανδρο. Οι άνθρωποι του περιβάλλοντός μου με φωνάζουν Αλέξη. Μα, τι γίνεται επιτέλους;
Έχω αρχίσει ήδη και τραβάω επικίνδυνα τα βλέμματα του κόσμου που περνάει από το σημείο. Πρέπει να ηρεμήσω... Πρέπει να βάλω τα γεγονότα σε μία σειρά... Το μέρος που ξύπνησα σήμερα το πρωί, ο φοβερός πονοκέφαλος, η παρωδική αμνησία όπως μου είπε, το μπουφάν, η τηλεκάρτα, το όπλο... Χριστέ μου! Είμαι εγκληματίας! Μα πώς; Και ποιά είναι αυτή; Επιστρέφω στο σημείο που ήμουν το πρωί, με τον φόβο να με κατατρώει αργά και βασανιστικά. Ξανακάθομαι στην ίδια θέση. Δεν μπορεί, κάτι θα υπάρχει εδώ. Ψαχνω στα σκαλοπάτια, στους θάμνους τριγύρω...
- Ε, εσύ! Εσύ στην σκάλα με το μαύρο μπουφάν! Είσαι πολύ ώρα εδώ;
Γυρίζω το βλέμμα μου έντρομος. Είναι ένας αστυνομικός...
- Ναι...Δηλαδή, όχι! Δηλαδή...
- Είσαι ή όχι;
- Όχι, όχι. Πριν λίγο ήρθα.
- Μήπως είδες κάποιον να προκαλεί φθορές στους τηλεφωνικούς θαλάμους στην γωνία; Μας ενημέρωσαν κάποιοι περαστικοί, οι οποίοι είχαν τρομάξει.
- Εγώ;
- Δεν μου λες, βλέπεις να απευθύνομαι σε κανέναν άλλον;
- Όχι, δεν είδα τίποτα.
- Ναι, ναι... καλά, σ’ευχαριστώ πάντως.
Του ρίχνω ένα ψεύτικο πικρό χαμόγελο και αναστενάζω με ανακούφιση, όταν τον βλέπω να απομακρύνεται. Εκείνη την στιγμή, κάτι πιάνω με την άκρη του ματιού μου στους θάμνους, δίπλα από τα σκαλοπάτια. Προσπαθώ να δω καλύτερα και στην αρχή μου φαίνεται για τσιπάκι. Όταν όπως το πιάνω στα χέρια μου, βλέπω μια κάρτα SIM. Θα μπορούσε να είναι του δικού μου κινητού τηλεφώνου, το οποίο κατέστρεψαν αυτοί εχθές, όταν με έφεραν σε αυτό το σημείο. Την βάζω στην τσέπη μου. Ασυναίσθητα πάλι, η πρώτη σκέψη που περνάει από το μυαλό είναι ότι έχω την δυνατότητα να αποσπάσω τα στοιχεία της. Τρέχω απέναντι και κατευθύνομαι στο κατάστημα κινητής τηλεφωνίας, που είχα δει από πριν. Περνάω δίπλα από τον αστυνομικό, ο οποίος έχει καβαλήσει την μηχανή του και ετοιμάζεται να φύγει. Ακούω από τον ασύρματό του:
«Προς όλες τις μονάδες. Προς όλες τις μονάδες. Μόλις λάβαμε πληροφορία ότι ο Αλέξανδροε Ιακώβου βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας, μεταξύ της περιοχής της Πλατείας Συντάγματος και της Ακαδημίας. Προς όλες τις μονάδες. Είναι επικίνδυνος και πιθανώς οπλισμένος. Όβερ.»
Τον κοιτάζω λοξά και παριστάνω τον αδιάφορο, καθώς βαδίζω προς το κατάστημα και ανοίγω την πόρτα του. Πηγαίνω κατευθείαν στον υπάλληλο που είναι στο βάθος. Φαίνεται ο πιο νεαρός από τους υπόλοιπους και ίσως πιστέψει ευκολότερα το ψέμμα που ετοιμάζομαι να ξεστομίσω. Του εξηγώ βιαστικά με ποιόν τρόπο μου έκλεψαν πριν λίγο το κινητό και του δίνω την κάρτα SIM, ενώ του λέω πως είχαν το θράσος να μου την πετάξουν στην μούρη. Ο υπάλληλος, αφού σχολίασε την κατάσταση της κοινωνίας μας, μου λέει ότι μπορεί να με βοηθήσει και μάλιστα άμεσα, επειδή με συμπάθησε. Πού να ήξερες ποιόν βοηθάς, σκέφτομαι. Μου εξηγεί πως χρειάζεται να πάει για λίγο στον υπολογιστή του και εξαφανίζεται. Τώρα, το μόνο που έχω να κάνω είναι να περιμένω υπομονετικά.
Δεν έχουν περάσει δέκα λεπτά, όταν βλέπω πως έξω από το μαγαζί, έχει επιστρέψει ο αστυνομικός και αυτήν την φορά, με ενισχύσεις. Τους δείχνει την απέναντι πλευρά του δρόμου και μετά ο δείκτης του γυρνάει προς την κατεύθυνση που φοβόμουν’ το μαγαζί στο οποίο βρίσκομαι. Η πρώτη μου αντίδραση είναι να πάω πίσω από τον πάγκο, στο μικρό δωμάτιο που κατευθύνθηκε πριν ο υπάλληλος. Τον βλέπω μπροστά από την οθόνη του, όταν την ίδια στιγμή ακούω ήχους από ασύρματους και ομιλίες. Έχουν μπει ήδη μέσα και με ψάχνουν.
- Τι έγινε; Κατάφερες τίποτα;
- Μισό λεπτό! Σας τα τυπώνω και είστε έτοιμος κύριε. Όμως, τι κάνετε εδω; Ξέρετε, απαγορεύεται.
- Σε παρακαλω! Δώσε μου το χαρτί για να φύγω! Βιάζομαι!
- Σας λέω, βγείτε έξω! Είναι η πολιτική του καταστήματος!
Τρέχω, αρπάζω το χαρτί από τον εκτυπωτή, παίρνω και την κάρτα SIM από το μηχάνημα που την είχε τοποθετήσει και ανεβαίνω κάποιες εσωτερικές σκάλες που υπήρχαν εκεί. Ακούω από το βάθος τον υπάλληλο έντρομο, να εξηγεί στους αστυνομικούς τι έχει συμβεί, ενώ παράλληλα ψάχνω απεγνωσμένα για μία έξοδο. Αφού περνάω από έναν εγκαταλελειμένο όροφο, καταλήγω στην ταράτσα του διατηρητέου αυτού κτιρίου. Έχω αρχίσει να επαναλαμβάνω το όνομά μου, καθώς διαβάζω γρήγορα τους τηλεφωνικούς αριθμούς που μου έχει τυπώσει. Ακούω ποδοβολητά. Έρχονται... Πρέπει να πιέσω τον εαυτό μου να θυμηθεί.
Αλέξης Ιακώβου
Αλέξης Ιακώβου
Αλέξης Ιακώβου
Δεν μπορεί να σκότωσα με αυτόν τον τρόπο κάποιον, ειδικά αν ήταν συνάδελφός μου. Αλήθεια, τι δουλειά κάνω; Σίγουρα κάποιοι με έχουν παγιδεύσει. Αλλά για ποιόν λόγο; Και ποιά ήταν αυτή η γυναίκα το πρωί;
Αλεξης Ιακώβου
Αλέξης Ιακώβου
Τα βήματά τους με πλησιάζουν επικίνδυνα. Τώρα, πρέπει να ψάχνουν τον όροφο πάνω από το κατάστημα. Ξαφνικά, το δάχτυλό μου σταματάει, σαν μαγνήτης, σε ένα συγκεκριμένο νούμερο. Κάτι μου θυμίζει φευγαλέα, αλλά όλα είναι τόσο αόριστα και ασύνδετα μεταξύ τους... Τελευταία κλήση: 27 Φεβρουαριου 2011. Όλες οι κλήσεις έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι και αυτήν την ημερομηνία. Οπότε, ίσως εχθές να ήταν 27 Φεβρουαρίου. Πρέπει να καλέσω αυτόν τον αριθμό. Τα ποδοβολητά ακούγονται στην ξύλινη σκάλα που οδηγεί στην ταράτσα. Βάζω το χαρτί στην δεξιά τσέπη μαζί με την τηλεκάρτα και χωρίς να το σκεφτώ, παίρνω φόρα και πηδάω στο διπλανό κτίριο. Κατεβαίνω από την εσωτερική σκάλα, περνάω ανάμεσα από κάποιες απορημένες πωλήτριες κάποιου ισόγειου καταστήματος και βγαίνω στον δρόμο.
Οι μηχανές των αστυνομικών βρίσκονται δεξιά μου τώρα, οπότε πηγαίνω αριστερά. Στην επόμενη διασταύρωση, μπορώ να διακρίνω άλλον έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Με το δεξί μου χέρι, κρατάω σφιχτά την τηλεκάρτα και το χαρτί. Είναι το εισιτήριό για την αλήθεια και για εκείνη την γυναίκα. Φτάνω στον θάλαμο και η συσκευή λειτουργεί. Σχηματίζω τον αριθμό.
- Ναι; Παρακαλώ;
Μένω σιωπηλός. Προσπαθώ να καταλάβω αν μου θυμίζει κάτι η αντρική φωνή από την άλλη γραμμή του τηλεφώνου.
- Λέγετε; Ναι; Ποιός είναι;
Συνεχίζω να μην μιλάω. Πάντως, σίγουρα νιώθω την αγωνία στην χροιά του.
- Ναι;... Αλέξη; Εσύ είσαι; Αλέξη; Μίλα μου επιτέλους...
Τουλάχιστον, είναι φίλος μου.
*****************************************************************************************
Όλα σβήνουν γύρω μου. Όλο μου το κορμί μουδιάζει και νιώθω τα άκρα μου να παγώνουν.
- Μιλήστε επιτέλους... Κύριε Ιακώβου; Κύριε Ιακώβου;
Πού βρίσκομαι; Δεν μπορώ να εστιάσω. Αδυνατώ να κουνήσω ακόμα και τα βλέφαρα μου. Λειτουργεί μόνο η ακοή μου.
«Ολοκλήρωση πειράματος #14. Αποτέλεσμα ανεπιτυχές. Ο καθηγητής Αλέξανδρος Ιακώβου επανέρχεται σταδιακά. Ζωτικές λειτουργίες φυσιολογικές. Επαναλαμβάνω: αποτέλεσμα ανεπιτυχές. Η Λυδία Ιακώβου δεν βρέθηκε. Περισσότερη βαρύτητα στο φόντο. Το αντικείμενο δεν υπήρξε σε ορατό πεδίο.»
- Λυπάμαι κύριε Ιακώβου. Νομίζαμε πως θα πετύχει αυτήν την φορά.
- Στον τηλεφωνικό θάλαμο...
- Δεν σας ακούμε κύριε Ιακώβου... Μιλήστε πιο δυνατά...
- Το νούμερο στον τηλεφωνικό θάλαμο...