Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

είναι μέρες τώρα που γύρω στα μεσάνυχτα ακούω καποιον στο υπόγειο να σκάβει. σκάβει αργά χωρίς να βιάζεται.

(ο τίτλος είναι ένα μικρό ποίημα του Χρίστου Λάσκαρη)

- Και γιατί να βιαστεί;

Όσο πιάνει το μάτι μου, βλέπω σκοροφαγωμένους λεπτοδείκτες και σκόρπιες βροχές.

- Άνοιξη;

Διαβάζω. Κέρουακ:

Ένας άντρας χωρίς καθόλου

Παρελθόν καπνίζει ένα

Τσιγάρο μέσα στο υπνοδωμάτιο –γάμησε

τη λογοτεχνία-

γράψε όπως έγραφες στα 18 σου –

σπαραγμένη παράνοια των χρόνων στα πανεπιστήμια

κυρίως το 1948 –

απόλαυση – ονειροπολήσεις.

Αδιάκοπα σχεδιάσματα λέξεων

Των υποσυνείδητων εικόνων

Των τμημάτων της

Ενθυμούμενης ζωής μιας

Ανόητης ιδιοφυίας που αναπαύεται

Στο τρελοκομείο του

Μυαλού της – Η ροή

Του κόσμου δεν πρέπει να διαταραχτεί,

Ή να ξεχαστεί η εικόνα προς

χάρη του κόσμου, ούτε οι

εικόνες που εκτείνονται πέρα

απ’ την ισχύ της ταινίας του βιβλίου τους

παρενθετικά μόνο. (μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς)

Παρενθετικά μόνο...

Γιατί εκτός παρενθέσεων όλα σχετικοποιούνται. Γίνονται ρευστά σαν σκόρπιες βροχές και σκοροφαγωμένοι λεπτοδείκτες.

Τι πιο πολύ είναι από πιο λίγο και περισσότερο από λίγο πιο πολύ; Ο Κάμινγκς αναλαμβάνει να μην ξεκαθαρίσει τίποτα (ευτυχώς):

Η αγάπη είναι πιο πυκνότερη του ξεχνώ

Πιο λεπτότερη του θυμάμαι

Πιο σπάνια απ’ ότι είναι το κύμα υγρό

Πιο συχνή του φοβάμαι

Είναι φεγγαρόπληκτη και πιο σαλή

Και πιο δεν θα ξε-είναι

Απ’ ότι όλη η θάλασσα η αλμυρή

Που μόνο από τη θάλασσα βαθύτερη ‘ναι

Η αγάπη είναι λιγότερο πάντα του κερδίζω

Πιο λίγο ποτέ του ζωντανός

Λιγότερο μείζων απ’ το ελάχιστα αρχίζω

Πιο λίγο ελάσσων του συγχωρώ

Είναι πιο ηλιόλουστη και λογική

Και πιο ποτέ της δεν πεθαίνει

Απ’ ότι ο ουρανός όλος που στη γη

Απ’ τον ουρανό μόνο ψηλότερος μένει (μετάφραση: Γιάννης Αμανατίδης)

Έχεις τώρα όλα τα ποσοτικά στοιχεία να βγάλεις άκρη. Ξέρεις, τρεις το λάδι, τρεις το ξύδι, βροχές, ρολόγια, μάγοι, ψαλίδια, κουμπιά, κεραυνοί, τσουβάλια, αγελάδες, δάχτυλα... Μετράς, ξαναμετράς, διαιρείς δια τέσσερα (ή δια πέντε – δεν θυμάμαι) κι έχεις το αποτέλεσμα: 42 ή 44 ή 837 ή Α205 ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων.

Ποιοτικά μην το ψάξεις, είναι λιγότερο πιο απλό και μάλλον πιο εύκολα δυσκολότερο.

Μακριά πήγε. Θα το πιάσω από την αρχή:

Τύλιξε το ποίημά μου γύρω από τα ξυλάκια σου να τα κρατήσεις καθαρά। Μόλις που σε γνωρίζω... (Σύλβια Πλαθ, από παλιά)

Πίσω από την πλάτη μου γυρίζει στις 33 και 1/3 το Implosions του Micus. Ξανά και ξανά.

Στα πιο σαλεμένα μυαλά χιονίζει. Σκόρπιες και σκοραφαγωμένες νύφες, νιφάδες, συνυφάδες και νυφίτσες.

- Άνοιξη; Φθινόπωρο;

- Α205 (και βλέπουμε).

Θέλω, θέλω, θέλω...

Θέλω σκέψεις για την παράνοια του εν εξελίξει απογεύματος.

Θέλω έναι καινούργιο ρολόι, αν και δεν φοράω ποτέ.

Θέλω κόκκινο κρασί, σταφίδες και αμύγδαλα.

Θέλω να μην πεθαίνουν οι άνθρωποι. Ούτε τα ζώα. Ούτε τίποτα.

Θέλω να μπορώ να θυμάμαι.

Θέλω περιοδικά για τη μουσική, το σύμπαν και τα πάντα.

Θέλω να ξέρω αν έχω γράψει σωστά τη λέξη «σκοροφαγωμένος».

Όπως θα έλεγε και ο Τσαρλς (Μπουκόφσκι, φυσικά):

Έχω τούτα τα πράγματα:

Είμ’ ένα πρόσωπο πίσω από ένα παράθυρο

Ένας πονόδοντος

Ένας μαιντανοφάγος

Ένας παράλληλος άντρας που καιτάζει τα ταβάνια της νύχτας (μετάφραση: Αλέξης Τραιανός)

Είμαι στον κόσμο μου (πάλι)

Και θέλω –περισσότερο απ’ όλα- πολλές γνώμες για τις εκπομπές στο Δεύτερο Πρόγραμμα: Κάθε Πέμπτη και την Παρασκευή 2-3 το μεσημέρι. Παρακαλώ ρίψατε σημείωμα εντός.

Ευχαριστώ

Φιλώ

Χαιρετώ

Περιμένω

Σηκώνομαι και περπατώ διαγώνια στο δωμάτιο

(Τσαρλς και πάλι)

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

θά ‘θελα να’μουν κηπουρός

Όχι απαραίτητα σ’ ένα κοραλλένιο κήπο στο βυθό. Ίσως σ’ ένα μικρό κτηματάκι σ’ έναν ελάχιστο τόπο που να μπορώ να τον ονομάσω πατρίδα. Όχι πατρίδα με την εθνικιστική έννοια αλλά πατρίδα με όρους νοσταλγίας.

Πατρίδα είναι το Bristol. Εκείνες οι πρώτες νότες από το Roads με στέλνουν να περπατάω στους βρεμμένους δρόμους λίγο πριν δύσει ο κατά φαντασίαν ήλιος. Γιατί κατά φαντασίαν ήταν ο ήλιος τους χειμώνες. Και οι χειμώνες κρατούσαν εννέα μήνες και κάτι. Σαν γέννα ερχόταν το καλοκαίρι.

Η κανονική πατρίδα μου είναι η Νάξος. Δεν γεννήθηκα εκεί αλλά εκεί γεννήθηκε ο πατέρας μου. Τη νοσταλγώ πολύ τον τελευταίο καιρό μ’ έναν τρόπο πρωτόγνωρο. Ας πούμε τα δίστιχα...

Ξύπνα φεγγαροπρόσωπη κι έβγα στο παραθύρι

Που το φεγγάρι θα σε δει και στο βουνό θα ‘ύρει

Έβγα φέξε σα φεγγάρι

Που τον νου μου έχεις πάρει

... με συγκινούν χωρίς να ξέρω το γιατί.

Αυτό το ‘ύρει έχει μεγάλη πλάκα γιατί στη Νάξο δεν προφέρουν το γάμμα όταν η λέξη αρχίζει από αυτό. Έτσι το γίδι είναι ‘ίδι και ο γάιδαρος άδαρος καθώς για λόγους ακατανόητους πάει περίπατο και το γιώτα.

Είναι χαρακτηριστικό το αστείο που λένε στη Νάξο σε σχέση με έναν στρατιώτη που έγραφε στον πατέρα του:

«Έμαθα πατέρα μου ότι εψόφησένε ο ‘άδαρός μας. Μα μη στενοχωριέσαι γιατί ‘οργά θα ‘υρίσω και πάλι ‘άδαρος θα μπει στο σπίτι μας».

Λένε επίσης ότι όταν ο άνθρωπος γερνάει (‘ερνάει), τότε αρχίζει να αναζητάει μια πατρίδα, μια ρίζα, λες κι ο θάνατος δεν θα μπορέσει στην περίπτωση αυτή να τον ξεριζώσει.

Επίσης λένε πολύ σκωπτικά και για να ελαφρύνω το σχέδιο περί γήρατος (‘ήρατος) ότι:

Όταν γεράσει ο άνθρωπος και χάσει και το φως του

Νομίζει ότι κατουρεί μακριά, μα κατουρεί ομπρός του.

Ζηλεύω πολύ τον συγγραφέα Γιάννη Μακριδάκη που είναι από τη Χίο, ζει εκεί, μοιάζει να έχει επιστρέψει (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό) και γράφει τα βιβλία του χρησιμοποιώντας ιδιωματισμούς. Το καινούργιο του βιβλίο λέγεται Λαγού Μαλλί και αρχίζει ως εξής:

«Βρε παιδί μου, ένα μοιασίδι όμως, φτυστός ήτανε ο κερατάς, έλεγε ο Νικολής κι οι άλλοι τρεις ρουφούσανε με θόρυβο τη νεκρόσουπα του Σφαντού και κουνούσανε όλοι μαζί τα κεφάλια τους, συγκαταβατικά όπως πάντα, τα ‘χανε ξανακούσει αυτά πολλές φορές ακόμα εκείνες τις μέρες».

Αρκετά με τους θανάτους και τις νεκρόσουπες. Είπαμε από την αρχή: Θά ‘θελα να’μουν κηπουρός. Και οι κήποι –κοραλλένιοι ή μη- μας κάνουν αθάνατους. Δηλαδή όχι όλους: τους κηπουρούς και τους φίλους τους. Αλλά δεν μπορεί, όλο και κάποιον κηπουρό θα έχετε φίλο.

Σε λίγο ξεκινάω για το Music Society για να συναντήσω τον Οδυσσέα Ιωάννου που είναι απόψε στις 7:00 καλεσμένος στην εκπομπή της Άρτεμης. Έχω καιρό να τον δω και θέλω να του πω ότι κλείνει καταπληκτικά το κείμενό του για τον Ρασούλη στη χθεσινή Καθημερινή:

«Στραβά το καπελάκι του, ίσιωσε την τελευταία του ρίμα στον καθρέφτη, και έφυγε για εκεί που υπαινίχθηκε σε ορισμένα τραγούδια του πως υπάρχουν και δεύτερες ζωές».

Γιατί; Δεν υπάρχουν;

Αφού σου είπα ότι θά ‘θελα να’μουν κηπουρός. Και να δεις που θα γίνω...

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

κοιμήθηκες;

Πίσω από την πλάτη μου γυρίζει ακριβώς με 33 και 1/3 στροφές η πρώτη αγγλική έκδοση του Tonight’s The Night του Neil Young. Όχι πως είναι ιδιαίτερα σπάνια, απλά το αναφέρω χάριν ακριβείας.

Προαπαθώ να αποκρυπτογραφήσω τους στίχους του New Mama:

New mama's got a sun in her eyes
No clouds are in my changing skies
Each morning when I wake up to rise
I'm livin' in a dreamland.

In a dreamland, Neil…

Στην ουρά περιμένουν η αυθεντική αμερικάνικη έκδοση του On The Beach (με όλα τα ένθετα) και η χιλιοπαιγμένη ελληνική του Comes A Time. Αυτό ήταν το πρώτο βινύλιο του Young που πήρα πίσω στα 1978. «Μα εγώ γεννιόμουν το 1978», θα μου πεις (στην καλύτερη περίπτωση)... Εντάξει, I’m old, I guess…

Έχει μια παράξενη υγρή νύχτα έξω αλλά δεν νομίζω να βρέξει. Από το παράθυρό μου βλέπω ομίχλες και ονειρεύομαι ήλιους σε χέρια και όχι σύννεφα σε ουρανούς που αλλάζουν.

Διαβάζω την ελληνική έκδοση του ημερολογίου του Bobby Sands, του Ιρλανδού επαναστάτη που πέθανε στην εξηκοστή έκτη μέρα μιας απεργίας πείνας το 1981. Ημερολόγιο κράτησε τις πρώτες δέκα επτά μέρες. Μετά δεν είχε δυνάμεις να γράψει.

Πέμπτη 5 Μάρτη

Αγνοώ την τροφή που βάζουν μπροστά στα μάτια μου καθημερινά. Αλλά επιθυμώ πολύ μαύρο χωριάτικο ψωμί, βούτυρο, ολλανδέζικο τυρί και μέλι. Χα, χα, χα δεν μου κάνει ζημιά αυτή η σκέψη γιατί πιστεύω ότι η υλική τροφή δεν είναι αρκετή για να ζήσει ο άνθρωπος για πάντα και με ξαλαφρώνει το γεγονός πως θα βρω υπέροχη τροφή εκεί πάνω, αν την αξίζω.

Και μετά κολλάω στην τρομαχτική ιδέα ότι εκεί πέρα δεν τρώνε. Αλλά, πού ξέρειςαν εκεί πέρα δεν έχουν κάτι καλύτερο από το μαύρο χωριάτικο ψωμί, το τυρί και το μέλι. Ε. Λοιπόν, δεν θα’ναι κι άσχημα.

Οι άνεμοι του Μάρτη φυσάνε μανιασμένα σήμερα, θυμίζοντάς μου ότι τη Δευτέρα γίνομαι 27 χρόνων. Τελειώνω τώρα. Ο δρόμος μου μόλις άρχισε και αύριο ξημερώνει μια άλλη μέρα. Είμαι 62 κιλά και από φυσική όσο και ψυχική κατάσταση, γενικά, είμαι καλά.

Ο Young έχει μπει στο μεταξύ στο Revolution Blues.

Well, we live in a trailer
at the edge of town
You never see us
'cause we don't come around.
We got twenty five rifles
just to keep
the population down.

Σταματώ –για απόψε- να σκέφτομαι τις επαναστάσεις.

Η προβληματική του Going Back, του τραγουδιού που ανοίγει το Comes A Time είναι εντελώς διαφορετική:

In a foreign land
There were creatures at play
Running hand in hand
Needing no where to stay
Driven to the mountains high
They were sunken
in the cities deep
Livin' in my sleep

Πάλι ο ύπνος. Κοιμήθηκες κόλας;

Αύριο στις 2 ξεκινάω τις εκπομπές στο Δεύτερο. Δηλαδή σήμερα στις 2. Δηλαδή σε δώδεκα ώρες περίπου. Λες να βρέχει; Ή μήπως να φυσάει;

But if you wait until it's winter,
It will be no good
'Cause that wind sure can blow way out there

Κοιμήθηκες;

Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

διαβάζεις;

εννοώ αν διαβάζεις τα κείμενα της Νάντιας, της Δώρας και του Τάσου... μου άρεσαν πολύ και τα τρία. Αυτά τα παιδιά, καθώς και τα υπόλοιπα της ομάδας, γράφουν καταπληκτικά. Θα έρθουν κι άλλα κείμενα.

Η Θένη (45 λεπτά και κάτι) παραπονιέται ότι αφού γράφω τόσα για τα παιδιά της Λογοτεχνίας, γιατί δεν γράφω τίποτα για τα παιδιά του καινούργιου τμήματος Ραδιοφώνου;

Γράφω: Ίσως το πιο ζωντανό και φασαριόζικο τμήμα που είχα ποτέ, με πολλή όρεξη, με ισχυρές απόψεις, με όμορφες ιδέες από πολύ νωρίς, με πάθος πολύ. Χτες τους συνάντησα για λίγο σ' ένα μπαράκι της Καρύτση που έπαιζε μουσική ο Νίκος. Μετά με πήρε από κάτω η κουβέντα στο Blink που ήταν μαζεμένο το Music Society και δεν μπόρεσα να γυρίσω. Την επόμενη Δευτέρα...

P.S 1.: 45 λεπτά και κάτι –όχι- δεν είναι το ημίχρονο με τις καθυστερήσεις του. Ας το μαρτυρήσει η Θένη. (Αν θέλει να το μαρτυρήσει).

P.S 2.: Τώρα που είπα για Music Society, έχει γράψει ένα θαυμάσιο κείμενο η Δανάη στην πρώτη σελίδα του site του σταθμού: www.musicsociety.gr

Κατά τα άλλα διαβάζω το Πίσω Από Το Τζάμι, ένα βιβλίο του ηχολήπτη Γιάννη Παπαιωάννου, που δούλευε για χρόνια στο studio της Columbia στη Ριζούπολη. Γράφει για τον Χατζιδάκι, τον Λοΐζο, τον Ζαμπέτα, τον Τσιτσάνη, τον Καζαντζίδη, για όλους.

Ακούω το Low Spark Of The High-Heeled Boys των Traffic και σκέφτομαι ότι το Δεύτερο Πρόγραμμα μάλλον δεν με θέλει. Φαίνεται πως υπάρχει απεργία της ΠΟΣΠΕΡΤ για την Πέμπτη, πράγμα που σημαίνει ότι ξεκινάω την Παρασκευή. Αλλά έτσι είναι η ζωή, γεμάτη αναβολές και καθυστερήσεις. Μπορεί και να είναι ο Ερμής διάδρομος... ή κάτι τέτοιο...

μέρες όμορφες
νύχτες ομορφότερες

το κυνικό χιούμορ της Νάντιας

Μπαίνεις σ' ένα τηλεφωνικό θάλαμο και βλέπεις κάπου σημειωμένο έναν αριθμό τηλεφώνου. Αποφασίζεις να τον καλέσεις. Γράψε την ιστορία.

Ο Μπούμερ Πέτγουει είναι ένας κανονικός άνθρωπος. Ίσως όχι για σας και για μένα αλλά για τους κανονικούς ανθρώπους μιας μικρής πόλης στις Μεσοδυτικές Πολιτείες της Αμερικής, όπου ζει.

Δεν είναι όμορφος ούτε άσχημος, ούτε χαζός ούτε έξυπνος.

Δουλεύει στο Δημαρχείο. Και μην φανταστείτε Δήμαρχος ή Δημοτικός Σύμβουλος ή άλλος λαμπρός τιτλούχος. Δουλεύει στο τμήμα αρχειοθέτησης.

Κάθε βράδυ, ετοιμάζει τα ρούχα που θα φορέσει την επομένη, φροντίζει – όποτε χρειάζεται – να φορτίζει το κινητό του (όχι ότι δέχεται σωρηδόν τις κλήσεις, αλλά γιατί έτσι νιώθει σιγουριά) και ετοιμάζει το σάντουιτς που θα φάει στις 12 ακριβώς το επόμενο μεσημέρι.

Κάθε πρωί, σηκώνεται από την ίδια μεριά του κρεββατιού, στις 6 και 5 ακριβώς, βουρτσίζει τα δόντια του στην ίδια μεριά του νιπτήρα και πίνει τον καφέ του στην ίδια μπλε κούπα.

Πανέτοιμος, παίρνει το λεωφορείο για το γραφείο στις 8 και 13 ακριβώς.

Και αυτά κάθε μέρα! Ως την σημερινή Δευτέρα.

Δεν είναι περίεργο αγαπητοί αναγνώστες, που όλες οι αλλαγές στην ζωή συμβαίνουν μια Δευτέρα πρωί?? Δεν το έχετε παρατηρήσει?? Καλά, μπορεί και να κάνω λάθος...

Σήμερα λοιπόν, ο Μπούμερ – εντελώς αυθόρμητα – αποφάσισε να πιεί έναν ακόμα καφέ στην γνωστή μπλε κούπα πριν φύγει, όμως του γλίστρησε από τα χέρια και έσπασε.

Σκατά!!! φώναξε ο Μπούμερ.

Ουπς... για πάμε λίγο πίσω... σκατά??? ο Μπούμερ δεν μιλάει έτσι...

Κάτι δεν πάει καλά εδώ!!! κάποια ανατροπή πάει να συμβεί στην καλοκουρδισμένη ζωή του και είστε μάρτυρες!!!

Μέχρι να μαζέψει τα σπασμένα, η ώρα έχει περάσει και το λεωφορείο των 8 και 13 ακριβώς αποτελεί πια παρελθόν...

Τρέχοντας – μήπως και το προλάβει – βγάζει το κινητό του να πάρει στο γραφείο, όμως.... τι ατυχία!!!! Δεν έχει σήμα!!!

Αυτή είναι η κατάρα της τεχνολογίας και ο νόμος του Μέρφυ μαζί! Όταν πραγματικά χρειάζεσαι κάτι από τα επιτεύγματα της σύγχρονης τεχνολογίας, όλο το σύμπαν.... κάνει την πάπια!!!!

Μπαίνει αναστατωμένος και αργοπορημένος σ' έναν τηλεφωνικό θάλαμο και καθώς πληκτρολογεί τον αριθμό του δημαρχείου, το βλέπει μπροστά του να χοροπηδά και να του κλείνει το μάτι!

Έναν αριθμό τηλεφώνου!!! όχι διαφορετικό απ' οποιοδήποτε αριθμό, οπουδήποτε τηλεφώνου, οποιουδήποτε σπιτιού μιας μικρής πόλης στις Μεσοδυτικές Πολιτείες της Αμερικής!

Τον κοιτάζει όμως τόσο πονηρά, με αυτό το μαύρο χρώμα του να γυαλίζει, τόσο στρογγυλό και απίστευτα όμορφο, που πρέπει να ήρθε στην πόλη καβάλα σε κύκνο.

Κλείνει την γραμμή (η τηλεφωνήτρια στο δημαρχείο πρέπει να είχε φάει βαριά χθες το βράδυ) και ενάντια σ΄ όλες τις πιθανότητες και την λογική, αρχίζει να πληκτρολογεί....

Μια γυναικεία φωνή ακούγεται

“Καλώς ορίσατε στην υπηρεσία μας.

Εάν θέλετε να γίνετε διάσημος ηθοποιός του Χόλυγουντ, παρακαλώ πληκτρολογήστε το 1”.

Τι??

Ο Μπούμερ ξεκολλάει το ακουστικό από το αυτί του και το κουνάει σαστισμένος δεξιά, αριστερά.

Κοιτάζει γύρω του να δει αν είναι κάποιος που τον παρακολουθεί και γελάει μαζί του (μάλλον ήταν μόνο ο Θεός)

Δεν μπορεί, μονολογεί, κάποιος μου κάνει πλάκα.

Παρόλα αυτά, αποφασίζει να συνεχίσει (Μπράβο Μπούμερ, δικέ μου!!!!)

“Εάν θέλετε να γίνετε Σούπερ Ήρωας, να πολεμάτε το κακό, να σώσετε τον κόσμο και να σας αγαπάνε όλοι – οι σχεδόν όλοι – παρακαλώ πληκτρολογήστε το 2”

“Εάν θέλετε να ενταχτείτε στο Κίνημα Ειρήνης και να σώσετε τον μικρό Ισμαήλ από την Παλαιστίνη, παρακαλώ πληκτρολογήστε το 3”

“Εάν θέλετε η Ντίτα Φον Τιζ να χορεύει κάθε βράδυ μπουρλέσκ το κρεββάτι σας, αποκλειστικά για σας, παρακαλώ πληκτρολογήστε το 4”

“Εάν θέλετε να ανοίξετε την συναυλία των Μπον Τζόβι στην Αθήνα τον Ιούλιο του 2011, παρακαλώ πληκτρολογήστε το 5”

“Εάν θέλετε να είστε σούπερ πλούσιος και τόσο μούρη, που ο Αμπράμοβιτς να ωχριά μπροστά σας, παρακαλώ πληκτρολογήστε το 6”

¨Εάν θέλετε να ταξιδέψετε στον Σείριο πάνω στο φύλλο, παρακαλώ πληκτρολογήστε το 7”

Εάν δεν θέλετε τίποτα από τα παραπάνω, παρακαλώ μην πληκτρολογήστε τίποτα. Απλώς, κατεβάστε το ακουστικό.

Εδώ θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε ότι οποιαδήποτε και αν είναι η επιλογή σας, το τίμημα αυτής θα επιβαρύνει αποκλειστικά και μόνο εσάς”.

Ο φτωχός μας ο Μπούμερ έχει μείνει άφωνος...

Τι είναι αυτό που του συμβαίνει πρωί, πρωί??? Μπροστά του απλώνονται αρκετά από τα όνειρα που έκανε τόσα χρόνια... μια σειρά από ατελείωτες (έτσι του φαίνεται) επιλογές από μια γυναικεία φωνή!! και δεν είναι καν της Κάθλιν Τέρνερ (στα 80ς, όχι σήμερα).

Τι να διαλέξω?? σκέφτεται...

Αν διαλέξω το 1 μήπως φανώ πολύ εγωιστής που δεν διάλεξα το 3?? Κι αν διαλέξω το 5 δεν μου αρέσουν οι Μπον Τζόβι... κι αν διαλέξω το 2 τι στολή θα βάλω??

Κι αυτό το 7 με το φύλλο?? Τι αλλόκοτη επιλογή είναι αυτή???

Πω, πω μπέρδεμα... Που είναι ο Έλληνας θεός των επιλογών?? Δεν υπάρχει?? Δεν μπορεί, αυτοί είχαν θεούς για τα μολύβια, δεν θα είχαν έναν για τις επιλογές??

Μήπως να διαλέξω το 4 ή... καλύτερα το 6... Κι αν όλα αυτά δεν έχουν μέλλον???

Ουφ! Στοπ Μπούμερ!!! Μας κούρασες με τις μαλακίες σου!!! Τι μέλλον εννοείς?? Αν η επιλογή σου θα βγάλει μερίσματα με κέρδος?? Πολύ με απογοητεύεις Μπουμέρ... Θα έλεγες το ίδιο αν σου πρόσφεραν ένα ωραίο ηλιοβασίλεμα ή έναν διάττοντα αστέρα???

Διάλεξε κάτι ή κλείσε το ρημάδι το τηλέφωνο...!!!!

Τι έκανε τελικά ο Μπούμερ?? Αν ενδιαφέρεστε να μάθετε αγαπητοί μου αναγνώστες, θα πρέπει να πάμε μερικά χρόνια μπροστά. Και δεν θα χρειαστεί να πληκτρολογήσετε τίποτα!!

Ο Μπούμερ Πέτγουει είναι ένας χαρούμενος άνθρωπος. Ίσως όχι για σας και για μένα, αλλά για τους χαρούμενους ανθρώπους της Τιχουάνα, όπου ζει, σ' ένα μικρό σπίτι μπροστά στην θάλασσα.

Μέχρι πρόσφατα, έζησε και μια σχέση, ή καλύτερα σύγκρουση, με την Γκουεν (από το Γκουέντολιν). Και οι συγκρούσεις δεν προσφέρονται ιδιαίτερα για ένα σίγουρο μέλλον, αλλά η ενέργεια, αυτής καθαυτής της σύγκρουσης έχει ένα ενδιαφέρον. Και διορθώστε με αν κάνω λάθος.

Εκείνη την Δευτέρα, ο Μπούμερ δεν διάλεξε τίποτα και έκλεισε το τηλέφωνο.

Βγήκε από τον θάλαμο και πήγε στην δουλειά του, όπου κανείς δεν σχολίασε την αργοπορημένη του άφιξη (ίσως και να μην το πήραν καν χαμπάρι).

Στις 12 ακριβώς, αντί να πάει στην καφετέρια, πήγε στο κοντινό πάρκο.

Έκατσε πολλές ώρες και σκέφτηκε τόσα πολλά που όταν αποφάσισε να φύγει, οι ρυτίδες στο μέτωπο του ήταν πιο βαθιές και στο κεφάλι του είχαν φυτρώσει αρκετές γκρίζες τρίχες.

Δεν γύρισε στο δημαρχείο, πήγε στην τράπεζα και σήκωσε όλες τις οικονομίες του σίγουρου μέλλοντός του και αγόρασε ένα αεροπορικό εισιτήριο για το Μεξικό.

Όταν έφτασε στο αεροδρόμιο της Τιχουάνα, νοίκιασε ένα σαραβαλάκι και οδήγησε μέχρι την πιο απομακρυσμένη παραλία.

Όταν ξεπέρασε τα συμπτώματα της εκδίκησης του Μώντε-τζούμα (έτσι ονομάζεται η τοπική διάρροια), αγόρασε μια μεταχειρισμένη κιθάρα από το τοπικό Σούπερ Μάρκετ και ένα κιλό μαριχουάνα από τον τοπικό ντίλερ.

Όταν έμαθε κάμποσα τραγούδια στην κιθάρα και κάπνισε όλη την μαριχουάνα (ίσως το πρώτο να του πήρε λίγο παραπάνω χρόνο από το δεύτερο) έκανε αίτηση και προσλήφθηκε στο τοπικό εργοστάσιο παραγωγής τεκίλα (αν και μεταξύ μας, περισσότερο την πίνουν παρά την παράγουν και μάλλον αυτός είναι ο λόγος που η Τιχουάνα είναι περισσότερο γνωστή για τις Μακιγιαδόρας παρά για την τεκίλα) και παραμένει σε αυτή την θέση μέχρι και σήμερα.

Κολυμπάει πολύ, διαβάζει, κάνει παρέα με τον γείτονα και μερικά βράδια, όταν έτσι αισθάνεται, χορεύει στην πλατεία του χωριού με τους υπόλοιπους.

Καμιά φορά, τους παίζει τραγούδια με την κιθάρα του και καπνίζει και λίγη μαριχουάνα για να θυμάται..

Και εκείνες τις στιγμές σκέφτεται ότι αν του δινόταν ξανά η ευκαιρία της επιλογής, ίσως και να έκανε εκείνο το ταξίδι στο Σείριο πάνω στο φύλλο....

τα μυστήρια της Δώρας

Μπαίνεις σ' ένα τηλεφωνικό θάλαμο και βλέπεις κάπου σημειωμένο έναν αριθμό τηλεφώνου. Αποφασίζεις να τον καλέσεις. Γράψε την ιστορία.

Ο κρύος αέρας τρυπάει το πρόσωπό μου. Πώς γίνεται να ξέχασα ανοιχτό το παράθυρο με αυτόν τον καιρό; Πονάει όλο το σώμα μου. Ανοίγω τα μάτια, αλλά δεν μπορώ να δω πολύ καθαρά. Όλα φαίνονται θολά, σαν να έχει πέσει μια κουρτίνα και να με έχει καλύψει ολόκληρο. Κάνω την κίνηση να σηκωθώ και αντιλαμβάνομαι πως είμαι ήδη καθιστός. Μα καλά, πού με πήρε ο ύπνος εχθές το βράδυ; Στηρίζομαι στα χέρια μου’ αγγίζω κάτι σαν μάρμαρο. Τι συμβαίνει; Το κεφάλι μου γυρίζει συνεχώς και σταδιακά αντιλάμβανομαι διάφορους θορύβους γύρω μου. Στην αρχή, ακούγονται σαν μακρυνοί βόμβοι. ‘Οσο επανέρχομαι στην πραγματικότητα, γίνονται και αυτοί πιο φυσιολογικοί.

Ακούω αυτοκίνητα από τα αριστερά μου και βιαστικά βήματα κάποιων. Σίγουρα είναι πρωί! Αλλά, πού βρίσκομαι; Μόλις αντιλαμβάνομαι ότι πρέπει να έχω περάσει όλη τη νύχτα στα σκαλοπάτια κάποιου κτιρίου, το πρώτο πράγμα που κάνω είναι να κοιτάξω ενστικτωδώς τα χέρια μου. Συνηδητοποιώ ότι είναι γεμάτα πληγές και με πιάνει ταχυκαρδία! Τι μου συνέβη εχθές το βράδυ; Με απότομες κινήσεις, γυρνάω το κεφάλι μου πρώτα δεξιά και μετά αριστερά, μήπως μου έρθει κάποια εικόνα. Τίποτα... Μόνο περίεργα βλέμματα περαστικών. Δεν θυμάμαι... Πιέζω κι άλλο τον εαυτό μου... Σηκώνομαι και ο πόνος στο κεφάλι μου με χτυπάει συνεχόμενα, όλο και πιο δυνατά. Γυρίζω πίσω μου. Ένα διατηρητέο λευκό κτίριο, με μεγάλες κολώνες που στηρίζουν την είσοδό του. Πηγαίνω προς την πόρτα, αλλά είναι κλεστή. Μπροστά μου δεσπόζει μια πλατεία από μάρμαρο και διάσπαρτους θάμνους. Σίγουρα βρίσκομαι κοντά στην περιοχή του Συντάγματος, στην Αθήνα. Νομίζω δηλαδή...

«Συγνώμη, κύριε...»

Τα πόδια μου δεν με κρατάνε στα πρώτα βήματα και τρεκλίζω σαν μεθυσμένος. Ο άγνωστος περαστικός άνδρας επιταχύνει το περπάτημά του για να με αποφύγει. Τι ωραία... Μα για ποιόν λόγο βρίσκομαι εδώ; Σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ... Πάλι τίποτα. Προσπαθώ να προχωρήσω λίγο ακόμα, μήπως καταφέρω να αποκτήσω καλύτερο έλεγχο του εαυτού μου.

«Κυρία μου, με συγχωρείτε... Ναι, ναι, σε εσας μιλάω! Μήπως μπορείτε να με βοηθήσετε; Σας παρακαλώ... Όχι, όχι δεν είναι αυτό που νομίζετε, μην φεύγετε! Ονομάζομαι...»

Κολλάω.

«Ονομάζομαι...»

Πανικοβάλλομαι!

«Μισό λεπτό! Το όνομα μου είναι...»

Η μελαχρινή κυρία με το ταγέρ σφίγγει τον χαρτοφύλακα που κρατάει στην αγκαλιά της και με εγκαταλείπει σχεδόν τρομαγμένη. Πρέπει να ηρεμήσω. Ήπια πολύ εχθές, Σίγουρα αυτό είναι! Λοιπόν, με λένε... Θεέ μου! Δεν θυμάμαι ούτε το όνομά μου! Καθώς κάνω δεξιά, το βλέμμα μου πέφτει σε κάποιες δημόσιες τουαλέτες. Το βρήκα! Χρειάζομαι έναν καθρέφτη. Μόλις ρίξω λίγο νερό πάνω μου και αντικρίσω το πρόσωπό μου, θα έρθουν όλα στο μυαλό μου. Τρέχω προς τα εκεί όταν την ίδια στιγμή, ο κάθε περαστικός που τυχαίνει να βρεθεί στην ίδια πορεία με μένα, κάνει μία ασυναίσθητη παράκαμψη για να με αποφύγει. Μα καλά, τόσο χάλια φαίνομαι; Φτάνω στις τουαλέτες λαχανιασμένος και η βρώμα που αναδύουν, με κάνει να θέλω να κάνω εμετό. Παίρνω μια βαθειά αναπνοή και μπαίνω μέσα. Υπάρχει ένας ραγισμένος καθρέφτης και ένας μισοσπασμένος νιπτήρας στο βάθος. Για μια στιγμή, καθως πλησιάζω προς τα εκεί, ο χρόνος μου δίνει την αίσθηση πως επιβραδύνει’ τότε, καταλαβαίνω ότι δεν θυμάμαι απολύτως τίποτα για τον εαυτό μου, πριν από αυτό το πρωινό. Η συνειδητοποίηση της μη – ταυτότητας – αν υπήρξε ποτέ αυτός ο όρος- μου αφήνει ένα απερίγραπτο αίσθημα κενότητας.

Σκύβω το κεφάλι και το σηκώνω απότομα στον καθρέφτη, μάλλον ως μια μορφή αυτοθεραπείας. Κοιτάζω το είδωλο μου κάπως παραμορφωμένο μέσα από τα χιλιάδες μικρά ραγίσματα. Με πιάνει πανικός, γιατί από κάπου έχει τρέξει αίμα και έχει γεμίσει το κούτελο μου. Ψηλαφίζω το κεφάλι μου. Δεν πρέπει να είναι δικό μου... Δεν είναι δικό μου;

«Φιλαράκι, δεν ξέρω ποιός είσαι, αλλά φαίνεται πως έχεις μπλέξει άσχημα», λέω στο είδωλο μου... Και μάλλον, είναι η αλήθεια. Θα υπάρχει μια απάντηση για όλο αυτό που μου συμβαίνει, δεν μπορεί...

Καθώς βγαίνω από τις τουαλέτες, βάζω τα χέρια μου στις τσέπες του μαύρου χοντρού μπουφάν που φοράω, για να προστατευτώ από το τσουχτερό κρύο. Κάτι πιάνω’ ταυτότητα, σκέφτομαι με ανακούφιση, αλλά μόλις βγάζω το δεξί μου χερί βλέπω μία τηλεκάρτα. Μα καλά, το έτος 2011, είμαι από τους ανθρώπους που χρησιμοποιούν ακόμα κάτι τέτοιο για την επικοινωνία μου; Ασυναίσθητα, νιώθω μία ικανοποίηση που γνωρίζω την χρονολογία και το είδος του αντικειμένου που κρατάω. Κάτι είναι κι αυτό...

Ως εκ θαύματος, εμφανίζονται λίγο πιο πέρα, τρεις τηλεφωνικοί θάλαμοι. Είναι προφανές ότι θαύμα φαντάζει στα δικά μου μάτια, γιατί σίγουρα θα υπήρχαν εκεί από πριν. Καθώς πλησιάζω τους θαλάμους, μονολογώ, αφού προσπαθώ να αναλύσω την κατάσταση έως τώρα. Δεν βγάζω κανένα νόημα. Νιώθω σαν να στροβιλίζομαι σε κάποιο παράλληλο σύμπαν. Ολόκληρη η ύπαρξή μου παραπέει στο παρόν.

Τέλεια! Στον πρώτο θάλαμο, το καλώδιο του ακουστικού κρέμεται. Σε χειρότερη κατάσταση είναι το δεύτερο τηλέφωνο, του οποίου το ακουστικό απουσιάζει ολόκληρο. Φτάνω στον τελευταίο θάλαμο. «Είσαι η τελευταία μου ελπίδα», λέω στην τηλεφωνική συσκευή, μόλις συνειδητοποιώ ότι είναι απολύτως άρτια. Σηκώνω το ακουστικό και βάζω την τηλεκάρτα στην σχισμή. Η ψηφιακή οθόνη αναφέρει πως έχω 100 μονάδες. Ίσως να την κουβαλούσα για κατάστασεις εκτάκτου ανάγκης. Ετοιμάζομαι να πληκτρολογήσω τον αριθμό... Αλήθεια, ποιόν αριθμό; Μα, πώς δεν το σκέφτηκα από πριν ο ηλίθιος; Εδώ δεν θυμάμαι το όνομά μου, θα ξέρω όλα τα υπόλοιπα; Κοπανάω με μανία το τζάμι στα δεξιά μου. Ο κόσμος που περνάει, σίγουρα θα με έχει περάσει για τρελό πλέον. Στρέφομαι μπροστά στην συσκευή, με τα μάτια μου κλειστά. Τι άλλο μπορώ να κάνω; Απογοητευμένος, αφήνω το βλέμμα μου να περιπλανηθεί στο εσωτερικό του θαλάμου. Μουντζούρες, συνθήματα, ζωγραφισμένα λογότυπα που δεν βγάζουν κανένα νόημα, ένας αριθμός τηλεφώνου, κι άλλες μουντζούρες... Μισό λεπτό! Ένας αριθμός τηλεφώνου’ και μάλιστα, γραμμένος πεντακάθαρα! Αυτό είναι!

Τελικά, όντως αυτός ο θάλαμος είναι η τελευταία μου ευκαιρία. Καθώς πληκτρολογώ με τρεμάμενο χέρι τον συγκεκριμένο αριθμό, χίλιες σκέψεις περνάνε από το μυαλό μου σε δευτερόλεπτα: ανώμαλοι, πόρνες, ψυχασθενείς δολοφόνοι...

Καλεί... Ακούω να μου απαντάει μια βαθειά γυναικεία φωνή από την άλλη γραμμή.

- Παρακαλώ;

- Ναι; Ναι; Με ακούτε;

- Μάλιστα κύριε.

- Κοιτάξτε, με συγχωρείτε, αλλά βρίσκομαι σε μία πολύ δύσκολη κατάσταση και χρειάζομαι άμεσα την βοήθειά σας!

- Το όνομά σας; Δεν νομίζω ότι σας γνωρίζω...

- Όχι, όχι, δεν με γνωρίζετε. Ακούστε με όμως! Είμαι κάπου κοντά στο Σύνταγμα και σας παίρνω από έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Βρήκα τον αριθμό σας γραμμένο εδώ και...

- Κοίτα που έχω μπλέξει με τον γελοίο! Κάνετε κάθος κύριε! Λάθος! Ο πρώην μου έχει γράψει σχεδόν σε όλο το κέντρο της Αθήνας το νούμερό μου και με παίρνει ο κάθε ανώμαλος! Άντε αγόρι μου...

- Όχι, δεν καταλάβετε! Εγώ, δεν...

Μου το έκλεισε. Μάλλον η τελευταία μου ευκαιρία δεν είναι και τόσο ευοίωνη τελικά..Τι να κάνω τώρα; Πρέπει να την ξανακαλέσω. Αν επιμείνω, ίσως καταλάβει ότι έχω πραγματικά κάποιο πρόβλημα. Πιο αποφασισμένος αυτήν την φορά, σχηματίζω τον αριθμό της...

- Παρακαλώ;

Η φωνή της είναι πιο επίσημη τώρα. Αυστηρή και κοφτή.

- Ναι; Μην μου το ξανακλείσετε, σας ικευτεύω! Είμαι ο ίδιος που σας πήρε και πριν. Σας ζητάω μόνο να με ακούσετε. Βρίσκομαι κάπου κοντά στο Σύνταγμα, όπως σας είπα... Ναι; Είστε ακόμα εκεί; Με ακούτε;

- Μάλιστα.

- Ξύπνησα σήμερα το πρωί χωρίς να θυμάμαι τίποτα και...

Την ακούω που έχει ξεκαρδιστεί.

- Δεν καταλαβαίνω πού ακριβώς βρίσκετε το αστείο!

- Τελικά, έπιασε το κόλπο. Είχε απόλυτο δίκιο.

- Συγγνώμη, σε μένα μιλάτε;

- Ναι. Με συγχωρείς για το προηγούμενο τηλεφώνημα. Ήθελα να βεβαιωθώ ότι ήσουν εσύ.

- Εγώ; Ποιός εγώ; Μα... Θέλετε να μου πείτε ότι με γνωρίζετε;

- Φυσικά!

Έχω μείνει άναυδος. Τι αρρωστημένη φάρσα είναι όλο αυτό;

- Λοιπόν, επειδή δεν έχεις ιδέα, επέτρεψέ μου να σε βάλω λίγο στο κλίμα, αγαπητέ μου. Άλλωστε δεν έχεις και πολύ ώρα πλέον.

Νιώθω να έχω κοκκινίσει ολόκληρος από θυμό! Βράζω, αλλά προσπαθώ να παραμείνω ήρεμος. Το τελευταίο πράγμα που θα ηθελα αυτήν την στιγμή, είναι να αρχίσω να βρίζω τον μόνο άνθρωπο που γνωρίζει κάτι για μένα.

- Εκλαμβάνω την σιγή σου ως άδεια για να συνεχίσω. Όπως σου έλεγα και πριν, σαφέστατα και ξέρω ποιος είσαι. Ονομάζεσαι Αλέξανδρος Ιακώβου’ για τους φίλους και συναδέλφους, Αλέξης. Χαίρομαι που δεν καθυστέρησες ιδιαίτερα να εντοπίσεις την τηλεκάρτα που σου είχαμε τοποθετήσει στην δεξιά τσέπη του μπουφάν. Και πριν αναρωτηθείς, ναι, εμείς σου φορέσαμε αυτό το μπουφάν, πριν σε χτυπήσουμε στο κεφάλι και σε τοποθετήσουμε στην Ακαδημίας, η οποία όντως είναι κοντά στο Σύνταγμα. Επίσης, να σε πληροφορήσω πως στην εσωτερική αριστερή τσέπη σου υπάρχει ένα όπλο. Περιμένω αν θέλεις, για να δεις κι εσύ ο ίδιος ότι ισχύει αυτό που σου λέω.

Ανοίγω με μία βιαστική κίνηση το μπουφάν και χώνω το χέρι στην τσέπη. Λέει αλήθεια... Αγγίζω ένα μεταλλικό αντικείμενο και το βγάζω διακριτικά, για να το παρατηρήσω. Για μια στιγμή, το αναγνωρίζω, αλλά δεν μπορώ να συνδυάσω τις φευγαλέες σκέψεις μου. Πώς δεν κατάλαβα από πριν ότι κουβαλάω όπλο;

- Για να μην καθυστερούμε άλλο, από την σιωπή σου και πάλι, αντιλαμβάνομαι ότι το βρήκες και το έχεις κρατήσει ήδη. Πολύ καλά Αλέξανδρε! Αυτό ακριβώς ήταν και το ζητούμενο. Λυπάμαι, αλλά δεν μπορω να σου πω περισσότερες πληροφορίες για σένα. Θα θυμηθείς με τον καιρό, γιατί η αμνησία που έχεις τώρα είναι παροδική και δημιουργήθηκε εξαιτίας του χτυπήματος στο κεφάλι. Μην ανησυχείς, καθόλου τυχαίο! Απλώς, πριν κλείσω, να σε ενημερώσω πως από σήμερα το πρωί είσαι καταζητούμενος για την εν ψυχρώ δολοφονία του συνάδελφού σου Δημήτρη Παπανικολάου. Καλά ξεμπερδέματα, Αλέξανδρε! Τα λέμε σε μια άλλη ζωή...

Ξαφνικά, παντού έπεσε σιωπή. Έσβησαν οι σκέψεις μου και πήραν μαζί τους τα μαρσαρίσματα, τις κόρνες, τα βήματα των περαστικών... Τελικά, όντως πρέπει να βρίσκομαι σε παράλληλο σύμπαν.

Δεν ξέρω πόσες φορές προσπάθησα να ξανακαλέσω τον ίδιο αριθμό. Όμως, εισέπρατα συνέχεια την ίδια απάντηση: «Ο αριθμός που καλείτε, δεν υπάρχει.». Φυσικά, τον απενεργοποίησε με κάποιον τρόπο. Σαν να μην έχει υπάρξει ποτέ. Σαν να μην κάναμε ποτέ αυτήν την κουβέντα. Κυριολεκτικά, διέλυσα τον τηλεφωνικό θάλαμο, από την ακατάσχετη οργή που με κατέκλυσε. Δεν αναγνωρίζω τον ίδιο μου τον εαυτό κι όμως, είμαι καταζητούμενος. Με λένε Αλέξη Ιακώβου – αν υποθέσω ότι μου λέει αλήθεια- κι εκείνη με αποκάλεσε Αλέξανδρο. Οι άνθρωποι του περιβάλλοντός μου με φωνάζουν Αλέξη. Μα, τι γίνεται επιτέλους;

Έχω αρχίσει ήδη και τραβάω επικίνδυνα τα βλέμματα του κόσμου που περνάει από το σημείο. Πρέπει να ηρεμήσω... Πρέπει να βάλω τα γεγονότα σε μία σειρά... Το μέρος που ξύπνησα σήμερα το πρωί, ο φοβερός πονοκέφαλος, η παρωδική αμνησία όπως μου είπε, το μπουφάν, η τηλεκάρτα, το όπλο... Χριστέ μου! Είμαι εγκληματίας! Μα πώς; Και ποιά είναι αυτή; Επιστρέφω στο σημείο που ήμουν το πρωί, με τον φόβο να με κατατρώει αργά και βασανιστικά. Ξανακάθομαι στην ίδια θέση. Δεν μπορεί, κάτι θα υπάρχει εδώ. Ψαχνω στα σκαλοπάτια, στους θάμνους τριγύρω...

- Ε, εσύ! Εσύ στην σκάλα με το μαύρο μπουφάν! Είσαι πολύ ώρα εδώ;

Γυρίζω το βλέμμα μου έντρομος. Είναι ένας αστυνομικός...

- Ναι...Δηλαδή, όχι! Δηλαδή...

- Είσαι ή όχι;

- Όχι, όχι. Πριν λίγο ήρθα.

- Μήπως είδες κάποιον να προκαλεί φθορές στους τηλεφωνικούς θαλάμους στην γωνία; Μας ενημέρωσαν κάποιοι περαστικοί, οι οποίοι είχαν τρομάξει.

- Εγώ;

- Δεν μου λες, βλέπεις να απευθύνομαι σε κανέναν άλλον;

- Όχι, δεν είδα τίποτα.

- Ναι, ναι... καλά, σ’ευχαριστώ πάντως.

Του ρίχνω ένα ψεύτικο πικρό χαμόγελο και αναστενάζω με ανακούφιση, όταν τον βλέπω να απομακρύνεται. Εκείνη την στιγμή, κάτι πιάνω με την άκρη του ματιού μου στους θάμνους, δίπλα από τα σκαλοπάτια. Προσπαθώ να δω καλύτερα και στην αρχή μου φαίνεται για τσιπάκι. Όταν όπως το πιάνω στα χέρια μου, βλέπω μια κάρτα SIM. Θα μπορούσε να είναι του δικού μου κινητού τηλεφώνου, το οποίο κατέστρεψαν αυτοί εχθές, όταν με έφεραν σε αυτό το σημείο. Την βάζω στην τσέπη μου. Ασυναίσθητα πάλι, η πρώτη σκέψη που περνάει από το μυαλό είναι ότι έχω την δυνατότητα να αποσπάσω τα στοιχεία της. Τρέχω απέναντι και κατευθύνομαι στο κατάστημα κινητής τηλεφωνίας, που είχα δει από πριν. Περνάω δίπλα από τον αστυνομικό, ο οποίος έχει καβαλήσει την μηχανή του και ετοιμάζεται να φύγει. Ακούω από τον ασύρματό του:

«Προς όλες τις μονάδες. Προς όλες τις μονάδες. Μόλις λάβαμε πληροφορία ότι ο Αλέξανδροε Ιακώβου βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας, μεταξύ της περιοχής της Πλατείας Συντάγματος και της Ακαδημίας. Προς όλες τις μονάδες. Είναι επικίνδυνος και πιθανώς οπλισμένος. Όβερ.»

Τον κοιτάζω λοξά και παριστάνω τον αδιάφορο, καθώς βαδίζω προς το κατάστημα και ανοίγω την πόρτα του. Πηγαίνω κατευθείαν στον υπάλληλο που είναι στο βάθος. Φαίνεται ο πιο νεαρός από τους υπόλοιπους και ίσως πιστέψει ευκολότερα το ψέμμα που ετοιμάζομαι να ξεστομίσω. Του εξηγώ βιαστικά με ποιόν τρόπο μου έκλεψαν πριν λίγο το κινητό και του δίνω την κάρτα SIM, ενώ του λέω πως είχαν το θράσος να μου την πετάξουν στην μούρη. Ο υπάλληλος, αφού σχολίασε την κατάσταση της κοινωνίας μας, μου λέει ότι μπορεί να με βοηθήσει και μάλιστα άμεσα, επειδή με συμπάθησε. Πού να ήξερες ποιόν βοηθάς, σκέφτομαι. Μου εξηγεί πως χρειάζεται να πάει για λίγο στον υπολογιστή του και εξαφανίζεται. Τώρα, το μόνο που έχω να κάνω είναι να περιμένω υπομονετικά.

Δεν έχουν περάσει δέκα λεπτά, όταν βλέπω πως έξω από το μαγαζί, έχει επιστρέψει ο αστυνομικός και αυτήν την φορά, με ενισχύσεις. Τους δείχνει την απέναντι πλευρά του δρόμου και μετά ο δείκτης του γυρνάει προς την κατεύθυνση που φοβόμουν’ το μαγαζί στο οποίο βρίσκομαι. Η πρώτη μου αντίδραση είναι να πάω πίσω από τον πάγκο, στο μικρό δωμάτιο που κατευθύνθηκε πριν ο υπάλληλος. Τον βλέπω μπροστά από την οθόνη του, όταν την ίδια στιγμή ακούω ήχους από ασύρματους και ομιλίες. Έχουν μπει ήδη μέσα και με ψάχνουν.

- Τι έγινε; Κατάφερες τίποτα;

- Μισό λεπτό! Σας τα τυπώνω και είστε έτοιμος κύριε. Όμως, τι κάνετε εδω; Ξέρετε, απαγορεύεται.

- Σε παρακαλω! Δώσε μου το χαρτί για να φύγω! Βιάζομαι!

- Σας λέω, βγείτε έξω! Είναι η πολιτική του καταστήματος!

Τρέχω, αρπάζω το χαρτί από τον εκτυπωτή, παίρνω και την κάρτα SIM από το μηχάνημα που την είχε τοποθετήσει και ανεβαίνω κάποιες εσωτερικές σκάλες που υπήρχαν εκεί. Ακούω από το βάθος τον υπάλληλο έντρομο, να εξηγεί στους αστυνομικούς τι έχει συμβεί, ενώ παράλληλα ψάχνω απεγνωσμένα για μία έξοδο. Αφού περνάω από έναν εγκαταλελειμένο όροφο, καταλήγω στην ταράτσα του διατηρητέου αυτού κτιρίου. Έχω αρχίσει να επαναλαμβάνω το όνομά μου, καθώς διαβάζω γρήγορα τους τηλεφωνικούς αριθμούς που μου έχει τυπώσει. Ακούω ποδοβολητά. Έρχονται... Πρέπει να πιέσω τον εαυτό μου να θυμηθεί.

Αλέξης Ιακώβου

Αλέξης Ιακώβου

Αλέξης Ιακώβου

Δεν μπορεί να σκότωσα με αυτόν τον τρόπο κάποιον, ειδικά αν ήταν συνάδελφός μου. Αλήθεια, τι δουλειά κάνω; Σίγουρα κάποιοι με έχουν παγιδεύσει. Αλλά για ποιόν λόγο; Και ποιά ήταν αυτή η γυναίκα το πρωί;

Αλεξης Ιακώβου

Αλέξης Ιακώβου

Τα βήματά τους με πλησιάζουν επικίνδυνα. Τώρα, πρέπει να ψάχνουν τον όροφο πάνω από το κατάστημα. Ξαφνικά, το δάχτυλό μου σταματάει, σαν μαγνήτης, σε ένα συγκεκριμένο νούμερο. Κάτι μου θυμίζει φευγαλέα, αλλά όλα είναι τόσο αόριστα και ασύνδετα μεταξύ τους... Τελευταία κλήση: 27 Φεβρουαριου 2011. Όλες οι κλήσεις έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι και αυτήν την ημερομηνία. Οπότε, ίσως εχθές να ήταν 27 Φεβρουαρίου. Πρέπει να καλέσω αυτόν τον αριθμό. Τα ποδοβολητά ακούγονται στην ξύλινη σκάλα που οδηγεί στην ταράτσα. Βάζω το χαρτί στην δεξιά τσέπη μαζί με την τηλεκάρτα και χωρίς να το σκεφτώ, παίρνω φόρα και πηδάω στο διπλανό κτίριο. Κατεβαίνω από την εσωτερική σκάλα, περνάω ανάμεσα από κάποιες απορημένες πωλήτριες κάποιου ισόγειου καταστήματος και βγαίνω στον δρόμο.

Οι μηχανές των αστυνομικών βρίσκονται δεξιά μου τώρα, οπότε πηγαίνω αριστερά. Στην επόμενη διασταύρωση, μπορώ να διακρίνω άλλον έναν τηλεφωνικό θάλαμο. Με το δεξί μου χέρι, κρατάω σφιχτά την τηλεκάρτα και το χαρτί. Είναι το εισιτήριό για την αλήθεια και για εκείνη την γυναίκα. Φτάνω στον θάλαμο και η συσκευή λειτουργεί. Σχηματίζω τον αριθμό.

- Ναι; Παρακαλώ;

Μένω σιωπηλός. Προσπαθώ να καταλάβω αν μου θυμίζει κάτι η αντρική φωνή από την άλλη γραμμή του τηλεφώνου.

- Λέγετε; Ναι; Ποιός είναι;

Συνεχίζω να μην μιλάω. Πάντως, σίγουρα νιώθω την αγωνία στην χροιά του.

- Ναι;... Αλέξη; Εσύ είσαι; Αλέξη; Μίλα μου επιτέλους...

Τουλάχιστον, είναι φίλος μου.

*****************************************************************************************

Όλα σβήνουν γύρω μου. Όλο μου το κορμί μουδιάζει και νιώθω τα άκρα μου να παγώνουν.

- Μιλήστε επιτέλους... Κύριε Ιακώβου; Κύριε Ιακώβου;

Πού βρίσκομαι; Δεν μπορώ να εστιάσω. Αδυνατώ να κουνήσω ακόμα και τα βλέφαρα μου. Λειτουργεί μόνο η ακοή μου.

«Ολοκλήρωση πειράματος #14. Αποτέλεσμα ανεπιτυχές. Ο καθηγητής Αλέξανδρος Ιακώβου επανέρχεται σταδιακά. Ζωτικές λειτουργίες φυσιολογικές. Επαναλαμβάνω: αποτέλεσμα ανεπιτυχές. Η Λυδία Ιακώβου δεν βρέθηκε. Περισσότερη βαρύτητα στο φόντο. Το αντικείμενο δεν υπήρξε σε ορατό πεδίο.»

- Λυπάμαι κύριε Ιακώβου. Νομίζαμε πως θα πετύχει αυτήν την φορά.

- Στον τηλεφωνικό θάλαμο...

- Δεν σας ακούμε κύριε Ιακώβου... Μιλήστε πιο δυνατά...

- Το νούμερο στον τηλεφωνικό θάλαμο...

ο φόνος που χρωστούσε ο Τάσος

Μπαίνεις σ' ένα τηλεφωνικό θάλαμο και βλέπεις κάπου σημειωμένο έναν αριθμό τηλεφώνου. Αποφασίζεις να τον καλέσεις. Γράψε την ιστορία.

Όπως κάθε απόγευμα καθημερινής, έτσι και τώρα, η Alex κατηφόριζε τη Lexington Av. για το καθιερωμένο πια απογευματινό διάλλειμα. Δούλευε ως free lancer γραφίστρια σ’έναν πολύ όμορφο χώρο λίγο παραπάνω. Το ενοίκιο λίγο τσουχτερό, αλλά συστεγαζόταν με δυο φίλες της διακοσμήτριες κι έτσι τα βγάζαν πέρα όλες.
Τ’απογεύματα, η Alex έβγαινε να πάρει λίγο αέρα και ν’απολαύσει έναν, σωστό όπως έλεγε η ίδια, καφέ. Μετά από κείνο το ταξίδι στην Ιταλία, όποτε βρισκόταν μπροστά σε πάγκο ένιωθε την ίδια αμηχανία που νιώθουν οι Ευρωπαίοι πριν παραγγείλουν καφέ στην Αμερική. Είχε βαρεθεί τα παράλογα μεγέθη και τις υπερβολικά φορτωμένες γεύσεις. Ευτυχώς για εκείνη, ο Iacopo είχε ανοίξει ένα υπέροχο και ζεστό καφέ, στη διασταύρωση της Lex. με τους 53 δρόμους.
- Hey Alex! Το συνηθισμένο κι ένα cookie vanilla μήπως;
- Γεια σου Iacopo, κάντο σοκολάτα καλύτερα, έχω κολλήσει με τη σοκολάτα τελευταία, λες να ‘χουν δίκιο αυτοί που τη συνδέουν με το sex;
- Any time babe!
- Αντίο χαζούλη, thanks for the cookie, καλή συνέχεια...
Η Alex άρπαξε τον καφέ, και με το cookie στο στόμα βγήκε για να συνεχίσει τη βόλτα-απόδραση από το γραφείο. Ήταν υπέροχη όπως περπατούσε, και το στυλ της, απλά μοναδικό.
Ο ουρανός ήταν αρκετά συννεφιασμένος, αλλά δεν είχε μαζί της ομπρέλα. «Διάολε, μήπως φαίνεται καθόλου ο ουρανός σ’αυτήν την πόλη;», σκέφτηκε καθώς επιτάχυνε προς το γραφείο, βάζοντας πρόωρο τέλος στο διάλλειμά της. Ξαφνικά, μια αστραπή υπερισχύει σοκαριστικά έναντι όλων των ήχων της μεγαλούπολης και σταματά στιγμιαία το χρόνο. Η βροχή που την ακολουθεί είναι δυνατή και ικανή να την κάνει παπί σε δευτερόλεπτα.
«Fuck! Έχω κι αυτή τη συνάντηση στις επτά και θα ‘μαι γάμησέ τα», σκέφτηκε πριν μπουκάρει γελώντας στον τηλεφωνικό θάλαμο που βρέθηκε ως μάννα εξ ουρανού μπροστά της. «ΟΚ, το καφεδάκι άθικτο κι εγώ σχετικά στεγνή, ας αράξω λίγο εδώ να περάσει η μπόρα», έκανε η Alex κουνώντας το κεφάλι λες και μιλούσε σε κάποιον άλλο.
Προσπάθησε να χαζέψει τους περαστικούς αλλά δεν έβλεπε και τίποτα, τέτοια που ήταν η βροχή. Έστρεψε έτσι το βλέμμα της στο εσωτερικό του θαλάμου σκανάροντάς το αρχικά με μια γρήγορη ματιά. Κλειδαράς, εκπτώσεις, πουτάνες, ταξί. Λογικό αν το σκεφτείς. «Ωπ, ένα ξέμπαρκο νούμερο. Γαμώτο, έχει σβηστεί η επιγραφή».
Η καταιγίδα συνέχισε να μαίνεται έξω και σίγουρα η Alex δεν ήταν έτοιμη ν’αφήσει τη φωλιά της. «Εντάξει, θ’αράξω αλλά πώς θα περάσει λίγο η ώρα; Λες;» σκέφτεται ψάχνοντας ασυναίσθητα για quarters στο τσαντάκι της. «Και γιατί όχι; Στην καλή θα σπάσω πλάκα και στη χειρότερη δεν τρέχει τίποτα».
- Παρακαλώ; Ναι, μισό να χαμηλώσω τη μουσική.
- Τι ακούς;
- Ποιον θέλετε παρακαλώ;
- Δεν είμαι σίγουρη, έτσι πήρα να περάσει η ώρα. Είμαι σ’ένα θάλαμο και περιμένω να σταματήσει η βροχή.
- Πλάκα μου κάνεις;;
- Όχι, όχι μην κλείσεις! Σε παρακαλώ, δε με λυπάσαι; (κάνει η Alex αφήνοντας μια γλυκιά γεύση ως την άλλη άκρη της γραμμής)
- Μα καλά, το νούμερο στην τύχη το πήρες;
- Ήταν γραμμένο εδώ σ’ένα αυτοκόλλητο.
- Ρε πούστη μου, ακόμα να το φροντίσουν οι μαλάκες! Για κάποιο λόγο προωθούνται οι κλήσεις ενός παλιού κλειδαρά. Το χω πει τόσες φορές στην εταιρεία τηλεφωνίας κι αυτοί στ’αρχίδια τους!
- Καλά ντε, μην τρελαίνεσαι. Θα μπορούσαν να ψάχνουν τραβεστί αντί για κλειδαρά! (γελάνε και οι δυο δυνατά)
Λοιπόν, τι άκουγες πριν χαμηλώσεις;
- Είχα βάλει να παίζει το Moondance του Van Morrison. Εννοείται απ’την αρχή ως το τέλος, δισκάρα δε συμφωνείς;
- Απόλυτα, μα δε μου είπες το πιο βασικό, πώς σε λένε;
- Robert Lee (διστακτικά, ενώ η Alex χαμογελά)
Γιατί γελάς, δε σου αρέσει;
- Όχι, δεν είναι αυτό, απλά μου φαίνεται κάπως αστείο 150 χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου να δίνουν ακόμα το όνομα του αρχιστράτηγου των Νοτίων. Λοιπόν, ας μαντέψω, από τη Georgia;
- Χα! Εδώ έχασες, δεν έχω καμμία σχέση με την Dixie, ούτε οι δικοί μου εμπνεύστηκαν από τον πόλεμο. Η αλήθεια είναι ότι η μάνα μου διάλεξε το όνομα από τον Robert Lee Pruitt, χαρακτήρα στο «Από δω στην αιωνιότητα».
- Αχ, τη λατρύω αυτή την ταινία! Λίγο μελό, αλλά δυνατή. Έστω κι έμμεσα όμως, αφού ο Pruitt ονομάστηκε από τον Στρατηγό, έτσι κι εσύ κάπου από κει κρατάς. (Γελάνε κι οι δυο)
- Εσύ, δε θα μου πεις τ’όνομά σου;
- Alex, όπως Alexandra.
- Προτιμώ το Alexandra, προς τι η συντόμευση;
- Δεν ξέρω, από μικρή έτσι με φώναζε ο πατέρας μου, ίσως προτιμούσε αγόρι.
Η Alex ήδη ένιωθε υπέροχα για την απόφαση να καλέσει αυτό το νούμερο. Η ξαφνική μπόρα είχε κοπάσει εδώ και ώρα, αλλά η συνομιλία με το Robert Lee ήταν απροσδόκητα ενδιαφέρουσα.
- Χάρηκα πολύ που τα είπαμε αλλά πρέπει να κλείσω για να προλάβω μια συνάντηση.
- Τουλάχιστον σημείωσε τον κανονικό μου αριθμό.
«Ναι, θα σε πάρω σίγουρα», είπε η Alex πλάθοντας ήδη σενάρια γι’αυτόν τον τύπο με τη γοητευτική φωνή και το παράξενο όνομα. «Το δίχως άλλο πρέπει να τον γνωρίσω», σκέφτηκε και παράλληλα σχεδόν κοκκίνησε λες κι επρόκειτο για κάποιο σχολικό φλέρτ. Ήταν όμως ακριβώς αυτό που ήθελε, να νιώσει αθώα όπως παλιά.
Ύστερα άρχισε να μαζεύει τα διάφορα πράγματα που είχε σκορπίσει στο θάλαμο. Αφού βεβαιώθηκε ότι τα πήρε όλα, έριξε μια τελευταία ματιά πριν αποχωριστεί το καταφύγιό της. Έλαμπε στην κυριολεξία και ανυπομονούσε να διηγηθεί στις φίλες της την ιστορία. Κρατώντας μικροσκουπίδια στο ένα χέρι και το τσαντάκι της στο άλλο, προσπάθησε ν’ανοίξει την πόρτα χωρίς να βλέπει έξω. Ξαφνικά, ένιωσε μια βίαιη, κρύα μεταλλική αίσθηση στο μέτωπό της.
- Δώσε την τσάντα σκύλα!
Ήταν ήδη αργά... Ίσα που πρόλαβε να φτάσει κάποιο σήμα στους μαγικούς νευρώνες του εγκεφάλου της, πριν αυτός σκορπίσει στα τζάμια του θαλάμου.

Κυριακή 13 Μαρτίου 2011

μανταρίνια και πράσινο τσάι (πάλι)...

... κι ένας τεράστιος ήλιος έξω από το παράθυρο, που είναι κλειστό για να μην αποδράσει η Σακούνταλα.

Πέρασαν πολλοί μήνες, πολλές όμορφες και πολλές δύσκολες καταστάσεις (κάποιες ακόμη δεν πέρασαν - κάποιες θα έρθουν) αλλά για λόγους που δεν μπορώ να διαλέξω ακόμα, νομίζω ότι ήρθε η ώρα να ανταλλάξουμε ξανά κάποιες σκέψεις.

Σήμερα από το πρωί ακούω βινύλια στη σειρά: πολύ Neil Young (Harvest, On The Beach, After The Gold Rush), Nick Drake, Traffic, Coltrane, Χατζιδάκι, Λοΐζο, Schubert... πολύ Schubert και τον εξαιρετικό ολοκαίνουργιο δίσκο του Josh T. Pearson.

Κοιτάζω τις webcams από το λιμάνι της Νάξου και νοσταλγώ τις καλοκαιρινές μέρες. Ύστερα, κοιτάζω τις webcams από το κέντρο του Λονδίνου και νοσταλγώ τους χειμώνες. Στο background ακούω τον Drake να παίζει κλαρινέτο σ' ένα trio του Mozart και η ανοιξιάτικη μέρα παίρνει καινούργιο νόημα.

Οι μαθητές μου από τα τμήματα ραδιοφώνου έχουν ανοίξει ένα ιντερνετικό ραδιόφωνο και είμαι πολύ χαρούμενος γι' αυτό. Μπορείτε να το ακούσετε στο www.musicsociety.gr. Έχει όλη τη ζωντάνια που έχουν τα ασυνήθιστα πράγματα.

Σήμερα το radiopoetry ξεκινάει από την αρχή και νιώθω πολύ παράξενα γι' αυτό. Η μεγάλη παράξενη ζωγραφιά ανήκει στον Ransome Stanley, έναν ζωγράφο που γεννήθηκε στην Αγγλία, ζει στη Γερμανία και είναι ο αγαπημένος μου εδώ και πολύ καιρό.Μπορείτε να δείτε τη δουλειά του εδώ: http://www.ransome-stanley.com

Αυτή την εποχή διαβάζω ξανά το αγαπημένο μου βιβλίο του Kerouac, τους Αλήτες του Ντάρμα, και τα κείμενα των παιδιών του καταπληκτικού καινούργιου τμήματος Λογοτεχνίας που είναι σε εξέλιξη. Θα τα ανεβάσω αν μου δώσουν την άδειά τους.

Λυπάμαι πολύ για τον θάνατο του Ρασούλη και για κάθε μοναχικό θάνατο σ' αυτό τον Κόσμο, ψάχνω τις καινούργιες λέξεις συλλαβή τη συλλαβή, αναρωτιέμαι πώς θα τα καταφέρω με τις εκπομπές μου στο Δεύτερο που ξεκινούν την Πέμπτη, προσπαθώ να αρχίζω πάλι και πάλι από την αρχή και επιμένω ακόμα στο πράσινο τσάι και τα μανταρίνια.

όμορφες μέρες