Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

ο φόνος που χρωστούσε ο Τάσος

Μπαίνεις σ' ένα τηλεφωνικό θάλαμο και βλέπεις κάπου σημειωμένο έναν αριθμό τηλεφώνου. Αποφασίζεις να τον καλέσεις. Γράψε την ιστορία.

Όπως κάθε απόγευμα καθημερινής, έτσι και τώρα, η Alex κατηφόριζε τη Lexington Av. για το καθιερωμένο πια απογευματινό διάλλειμα. Δούλευε ως free lancer γραφίστρια σ’έναν πολύ όμορφο χώρο λίγο παραπάνω. Το ενοίκιο λίγο τσουχτερό, αλλά συστεγαζόταν με δυο φίλες της διακοσμήτριες κι έτσι τα βγάζαν πέρα όλες.
Τ’απογεύματα, η Alex έβγαινε να πάρει λίγο αέρα και ν’απολαύσει έναν, σωστό όπως έλεγε η ίδια, καφέ. Μετά από κείνο το ταξίδι στην Ιταλία, όποτε βρισκόταν μπροστά σε πάγκο ένιωθε την ίδια αμηχανία που νιώθουν οι Ευρωπαίοι πριν παραγγείλουν καφέ στην Αμερική. Είχε βαρεθεί τα παράλογα μεγέθη και τις υπερβολικά φορτωμένες γεύσεις. Ευτυχώς για εκείνη, ο Iacopo είχε ανοίξει ένα υπέροχο και ζεστό καφέ, στη διασταύρωση της Lex. με τους 53 δρόμους.
- Hey Alex! Το συνηθισμένο κι ένα cookie vanilla μήπως;
- Γεια σου Iacopo, κάντο σοκολάτα καλύτερα, έχω κολλήσει με τη σοκολάτα τελευταία, λες να ‘χουν δίκιο αυτοί που τη συνδέουν με το sex;
- Any time babe!
- Αντίο χαζούλη, thanks for the cookie, καλή συνέχεια...
Η Alex άρπαξε τον καφέ, και με το cookie στο στόμα βγήκε για να συνεχίσει τη βόλτα-απόδραση από το γραφείο. Ήταν υπέροχη όπως περπατούσε, και το στυλ της, απλά μοναδικό.
Ο ουρανός ήταν αρκετά συννεφιασμένος, αλλά δεν είχε μαζί της ομπρέλα. «Διάολε, μήπως φαίνεται καθόλου ο ουρανός σ’αυτήν την πόλη;», σκέφτηκε καθώς επιτάχυνε προς το γραφείο, βάζοντας πρόωρο τέλος στο διάλλειμά της. Ξαφνικά, μια αστραπή υπερισχύει σοκαριστικά έναντι όλων των ήχων της μεγαλούπολης και σταματά στιγμιαία το χρόνο. Η βροχή που την ακολουθεί είναι δυνατή και ικανή να την κάνει παπί σε δευτερόλεπτα.
«Fuck! Έχω κι αυτή τη συνάντηση στις επτά και θα ‘μαι γάμησέ τα», σκέφτηκε πριν μπουκάρει γελώντας στον τηλεφωνικό θάλαμο που βρέθηκε ως μάννα εξ ουρανού μπροστά της. «ΟΚ, το καφεδάκι άθικτο κι εγώ σχετικά στεγνή, ας αράξω λίγο εδώ να περάσει η μπόρα», έκανε η Alex κουνώντας το κεφάλι λες και μιλούσε σε κάποιον άλλο.
Προσπάθησε να χαζέψει τους περαστικούς αλλά δεν έβλεπε και τίποτα, τέτοια που ήταν η βροχή. Έστρεψε έτσι το βλέμμα της στο εσωτερικό του θαλάμου σκανάροντάς το αρχικά με μια γρήγορη ματιά. Κλειδαράς, εκπτώσεις, πουτάνες, ταξί. Λογικό αν το σκεφτείς. «Ωπ, ένα ξέμπαρκο νούμερο. Γαμώτο, έχει σβηστεί η επιγραφή».
Η καταιγίδα συνέχισε να μαίνεται έξω και σίγουρα η Alex δεν ήταν έτοιμη ν’αφήσει τη φωλιά της. «Εντάξει, θ’αράξω αλλά πώς θα περάσει λίγο η ώρα; Λες;» σκέφτεται ψάχνοντας ασυναίσθητα για quarters στο τσαντάκι της. «Και γιατί όχι; Στην καλή θα σπάσω πλάκα και στη χειρότερη δεν τρέχει τίποτα».
- Παρακαλώ; Ναι, μισό να χαμηλώσω τη μουσική.
- Τι ακούς;
- Ποιον θέλετε παρακαλώ;
- Δεν είμαι σίγουρη, έτσι πήρα να περάσει η ώρα. Είμαι σ’ένα θάλαμο και περιμένω να σταματήσει η βροχή.
- Πλάκα μου κάνεις;;
- Όχι, όχι μην κλείσεις! Σε παρακαλώ, δε με λυπάσαι; (κάνει η Alex αφήνοντας μια γλυκιά γεύση ως την άλλη άκρη της γραμμής)
- Μα καλά, το νούμερο στην τύχη το πήρες;
- Ήταν γραμμένο εδώ σ’ένα αυτοκόλλητο.
- Ρε πούστη μου, ακόμα να το φροντίσουν οι μαλάκες! Για κάποιο λόγο προωθούνται οι κλήσεις ενός παλιού κλειδαρά. Το χω πει τόσες φορές στην εταιρεία τηλεφωνίας κι αυτοί στ’αρχίδια τους!
- Καλά ντε, μην τρελαίνεσαι. Θα μπορούσαν να ψάχνουν τραβεστί αντί για κλειδαρά! (γελάνε και οι δυο δυνατά)
Λοιπόν, τι άκουγες πριν χαμηλώσεις;
- Είχα βάλει να παίζει το Moondance του Van Morrison. Εννοείται απ’την αρχή ως το τέλος, δισκάρα δε συμφωνείς;
- Απόλυτα, μα δε μου είπες το πιο βασικό, πώς σε λένε;
- Robert Lee (διστακτικά, ενώ η Alex χαμογελά)
Γιατί γελάς, δε σου αρέσει;
- Όχι, δεν είναι αυτό, απλά μου φαίνεται κάπως αστείο 150 χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου να δίνουν ακόμα το όνομα του αρχιστράτηγου των Νοτίων. Λοιπόν, ας μαντέψω, από τη Georgia;
- Χα! Εδώ έχασες, δεν έχω καμμία σχέση με την Dixie, ούτε οι δικοί μου εμπνεύστηκαν από τον πόλεμο. Η αλήθεια είναι ότι η μάνα μου διάλεξε το όνομα από τον Robert Lee Pruitt, χαρακτήρα στο «Από δω στην αιωνιότητα».
- Αχ, τη λατρύω αυτή την ταινία! Λίγο μελό, αλλά δυνατή. Έστω κι έμμεσα όμως, αφού ο Pruitt ονομάστηκε από τον Στρατηγό, έτσι κι εσύ κάπου από κει κρατάς. (Γελάνε κι οι δυο)
- Εσύ, δε θα μου πεις τ’όνομά σου;
- Alex, όπως Alexandra.
- Προτιμώ το Alexandra, προς τι η συντόμευση;
- Δεν ξέρω, από μικρή έτσι με φώναζε ο πατέρας μου, ίσως προτιμούσε αγόρι.
Η Alex ήδη ένιωθε υπέροχα για την απόφαση να καλέσει αυτό το νούμερο. Η ξαφνική μπόρα είχε κοπάσει εδώ και ώρα, αλλά η συνομιλία με το Robert Lee ήταν απροσδόκητα ενδιαφέρουσα.
- Χάρηκα πολύ που τα είπαμε αλλά πρέπει να κλείσω για να προλάβω μια συνάντηση.
- Τουλάχιστον σημείωσε τον κανονικό μου αριθμό.
«Ναι, θα σε πάρω σίγουρα», είπε η Alex πλάθοντας ήδη σενάρια γι’αυτόν τον τύπο με τη γοητευτική φωνή και το παράξενο όνομα. «Το δίχως άλλο πρέπει να τον γνωρίσω», σκέφτηκε και παράλληλα σχεδόν κοκκίνησε λες κι επρόκειτο για κάποιο σχολικό φλέρτ. Ήταν όμως ακριβώς αυτό που ήθελε, να νιώσει αθώα όπως παλιά.
Ύστερα άρχισε να μαζεύει τα διάφορα πράγματα που είχε σκορπίσει στο θάλαμο. Αφού βεβαιώθηκε ότι τα πήρε όλα, έριξε μια τελευταία ματιά πριν αποχωριστεί το καταφύγιό της. Έλαμπε στην κυριολεξία και ανυπομονούσε να διηγηθεί στις φίλες της την ιστορία. Κρατώντας μικροσκουπίδια στο ένα χέρι και το τσαντάκι της στο άλλο, προσπάθησε ν’ανοίξει την πόρτα χωρίς να βλέπει έξω. Ξαφνικά, ένιωσε μια βίαιη, κρύα μεταλλική αίσθηση στο μέτωπό της.
- Δώσε την τσάντα σκύλα!
Ήταν ήδη αργά... Ίσα που πρόλαβε να φτάσει κάποιο σήμα στους μαγικούς νευρώνες του εγκεφάλου της, πριν αυτός σκορπίσει στα τζάμια του θαλάμου.

1 σχόλιο:

Celinian είπε...

Μπορεί να μας χρωστούσε τον φόνο, αλλά μας τον πλάσαρε ωραιότατα! Δηλώνω fan του συγκρεκριμένου κειμένου!